-
1 βαθυκύμων
A deep in waves,ὄχθαι Musae.189
; φωνή, of Oceanus, Nonn. D.23.320, cf. Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.1.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυκύμων
-
2 βαθυκύμων
-
3 βαθυκύμονας
βαθυκύμωνdeep in waves: masc /fem acc pl -
4 βαθυκύμονι
βαθυκύμωνdeep in waves: dat sg -
5 βαθυκύμονος
βαθυκύμωνdeep in waves: gen sg -
6 βαθυχεύμων
A = βαθυκύμων, Procl.H.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυχεύμων
См. также в других словарях:
βαθυκύμων — βαθυκύμων, ον (Α) με βαθιά, μεγάλα κύματα … Dictionary of Greek
βαθυκύμονας — βαθυκύμων deep in waves masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκύμονι — βαθυκύμων deep in waves dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκύμονος — βαθυκύμων deep in waves gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek