Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαθυκύμων

См. также в других словарях:

  • βαθυκύμων — βαθυκύμων, ον (Α) με βαθιά, μεγάλα κύματα …   Dictionary of Greek

  • βαθυκύμονας — βαθυκύμων deep in waves masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκύμονι — βαθυκύμων deep in waves dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκύμονος — βαθυκύμων deep in waves gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»