-
1 βαθυκύμων
См. также в других словарях:
βαθυκύμων — βαθυκύμων, ον (Α) με βαθιά, μεγάλα κύματα … Dictionary of Greek
βαθυκύμονας — βαθυκύμων deep in waves masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκύμονι — βαθυκύμων deep in waves dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκύμονος — βαθυκύμων deep in waves gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek