-
1 βαθμοίσιν
-
2 βαθμοῖσιν
См. также в других словарях:
βαθμοῖσιν — βαθμός step masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βαθμοίσιν
2 βαθμοῖσιν
βαθμοῖσιν — βαθμός step masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)