-
1 βαθεια
-
2 Βαθεια
-
3 βαθειά
επίρρ. см. βαθιά -
4 βαθεα
-
5 βαθεη
-
6 βαθειη
-
7 βαθύς
(ε)ιά, ύ [εία, ύ ]1) в разн. знач глубокий;βαθειά πληγή — глубокая рана;
βαθύ φθινόπωρο — глубокая осень;
βαθύ γήρας — или βαθιά γεράματα — глубокая старость;
βαθιά μετόπισθεν — глубокий тыл;
βαθύς ύπνος — глубокий сон;
βαθειά σιγή — глубокое молчание;
βαθύ μυστήριο — глубокая тайна;
βαθύ πένθος — глубокий траур;
βαθιά συγκίνηση (λύπη) — глубокое волнение (горе);
βαθ(ε)ιές γνώσεις — глубокие знания;
βαθ(ε)ιά σκέψη — глубокая мысль;
βαθό μυαλό — глубокий ум;
απλώνω βαθιές ρίζες прям., перен. — пускать глубокие корни;
στα βαθιά — на большой глубине;
2) удобный, мягкий (о мебели);3) тёмный (о цвете) -
8 αηρ
ἀέρος (ᾱ и ᾰ), эп.-ион. ἠέρος ὅ, поэт. ἥ (реже pl.)1) воздух (в его нижних слоях, в отличие от αἰθήρ)(ἀέρες καὴ αἰθῆρ καὴ ὕδατα Plat.)
δι΄ ἠέρος αἰθέρα ἱκανέμεν Hom. — (о сосне) проникать через толщу (нижнего) воздуха в эфир2) туман, мглаἀ. παρὰ νηυσὴ βαθεῖα ἦν Hom. — вокруг кораблей был густой туман
3) воздух ( вообще)γῆς ἰσόμοιρος ἀ. Soph. — воздух, отовсюду окружающий землю;
τέτταρα σώματα …πῦρ καὴ ἀ. καὴ ὕδωρ καὴ γῆ Arst. — (имеются) четыре (основные) вещества:— огонь, воздух, вода и земля;πρὸς τὸν ἀέρα ἔξω Arph. — на открытом воздухе -
9 τεφρα
эп.-ион. τέφρη ἥ1) зола, пепел Hom., Arph., Plat., Arst., Anth.2) куча пепла(τ. βαθεῖα Plut.)
-
10 τσούζω
См. также в других словарях:
βαθεία — βαθείᾱ , βαθύς deep fem nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθείᾳ — βαθείᾱͅ , βαθύς deep fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 216 κάτ.) στην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. Ο παραδοσιακός οικισμός Βάθεια στη Μάνη … Dictionary of Greek
βαθεῖα — βαθύς deep fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνω Βάθεια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 409 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαρυνθίων … Dictionary of Greek
Επάνω Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 152 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών … Dictionary of Greek
Κάτω Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 61 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών … Dictionary of Greek
βαθείας — βαθείᾱς , βαθύς deep fem gen sg (doric ionic aeolic) βαθείᾱς , βαθύς deep fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθεῖ' — βαθεῖα , βαθύς deep fem nom/voc sg (ionic) βαθεῖαι , βαθύς deep fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
Gouves — Stadtgemeinde Gouves (1990–2010) Δήμος Γουβών … Deutsch Wikipedia