Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βαθεῖα

  • 1 глубокий

    глубок||ий
    прил в разн. знач. βαθύς:
    \глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > глубокий

  • 2 вдох

    вдох
    м ἡ είσπνοή:
    сделать глубокий \вдох εἰσπνέω (или ἀναπνέω) βαθειά, παίρνω βαθειά ἀνάσα.

    Русско-новогреческий словарь > вдох

  • 3 грудь

    груд||ь
    ж
    1. τό στήθος / ὁ θώρακας [-αξ] (грудная клетка):
    дышать полной \грудьью παίρνω βαθειά ἀνάσα, ἀναπνέω βαθειά· бить себя в \грудь прям., перен χτυπιέμαι, στηθοκοπιέμαι, στηθοδέρνομαι·
    2. (женская) τό στήθος, τό βυζί, ὁ μαστός:
    кормить \грудьью θηλάζω, βυζάνω· отнимать от \грудьй ἀποθηλάζω, ξεκόβω ἀπ' τό βυζί· ◊ стоять \грудьью за кого-л., что-л. προβάλλω τό στήθος μου (или προτάσσω τά στήθη μου) γιά νά ὑπερασπίσω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > грудь

  • 4 досконально

    доскональн||о
    нареч λεπτομερώς, μέ τό νῦ καί μέ τό σίγμα (подробно) βαθειά (углубленно):
    изучить что́-л. \досконально μελετώ κάτι βαθειά· \досконально рассмотреть ἐξετάζω λεπτομερώς' мие все \досконально известно τά ξέρω ὅλα μέ τό νῦ καί μέ τό σίγμα.

    Русско-новогреческий словарь > досконально

  • 5 западать

    запада||ть
    несов
    1. κολλω, σκαλώνω:
    клавиш \западатьет τό πλήκτρο σκαλώνει·
    2. (запечатлеваться) μπαίνω βαθειά, χώνομαι:
    \западать в душу ἐντυπώνομαι βαθειά·
    3. (о глазах) βαθουλώνω.

    Русско-новогреческий словарь > западать

  • 6 углубляться

    углуб||ля́ться
    1. (становиться глубже) γίνομαι βαθύτερος, βαθαίνω (άμβτ.)·
    2. (входить вглубь) προχωρώ βαθειά, χώνομαι βαθειά·
    3. перен βυθίζομαι:
    \углублятьсяляться в чтение βυθίζομαι στό διάβασμα.

    Русско-новогреческий словарь > углубляться

  • 7 диптанк

    η βαθειά δεξαμενή κύτους προς ζυγοστάθμιση ή αποθήκευση των καυσίμων (ή υδάτων).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диптанк

  • 8 проникновение

    η εισχώρηση, η διείσδυση, η εισβολή, глубокое - βαθειά -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проникновение

  • 9 вглубь

    вглубь
    нареч βαθειά, στό βάθος, στό ἐσωτερικό.

    Русско-новогреческий словарь > вглубь

  • 10 вдумчиво

    вду́м||чиво
    нареч στοχασμένα, στοχαστικά, μέ περίσκεψη, ὕστερα ἀπό βαθειά σκέψη.

    Русско-новогреческий словарь > вдумчиво

  • 11 вдумчивость

    вду́м||чивость
    ж ἡ βαθειά σκέψη, ἡ σύνεση.

    Русско-новогреческий словарь > вдумчивость

  • 12 вдумываться

    вду́м||ываться
    несов μελετώ σοβαρά, σκέπτομαι βαθειά, στοχάζομαι:
    \вдумыватьсяываться в смысл чего́-л. ἐμβαθύνω στό νόημα ἐνός πράγματος.

    Русско-новогреческий словарь > вдумываться

  • 13 глубоководный

    глубоководн||ый
    прил μέ βαθειά νερά, βαθύς, βαθύΰδρος:
    \глубоководныйая река ὁ βαθύς ποταμός· \глубоководныйые рыбы οἱ ἀβυσσαίοι ίχθείς, τά ψάρια τοῦ βυθοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > глубоководный

  • 14 глухцойая

    глухцо́й||ая
    ночь ἡ βαθειά νύχτα· \глухцойаяа́я пора́ ἡ νεκρή ἐποχή· \глухцойаяа́я стена́ ὁ τυφλός τοίχος· \глухцойаяа́я молва ἡ κρυφή διάδοση· быть \глухцойаяйм к просьбам κωφεύω στίς Ικεσίες·
    5. м ὁ κουφός, ὁ κωφός.

    Русско-новогреческий словарь > глухцойая

  • 15 грудной

    грудн||ой
    прил στηθικός, θωρακικός:
    \груднойая полость ἡ θωρακική κοιλότητα· \груднойая клетка ὁ θώρακας [-αξ]· \груднойа́я железа ὁ μαστός· \грудной ребенок τό νήπιο, τό βρέφος, τό μωρό, τό βυζανιάρικο· ◊ \грудной голос ἡ βαθειά φωνή· \груднойая жаба мед. ἡ στηθάγχη, ἡ στενοκαρδία.

    Русско-новогреческий словарь > грудной

  • 16 густой

    густ||ой
    прил
    1. (частый, плотный) πυκνός:
    \густойые волосы τά πυκνά μαλλιά· \густойо́й лес τό πυκνό δάσος· \густойое население ὁ πυκνός πληθυσμός·
    2. (о жидкости, тумане и т. п.) πηχτός, πυκνός/ παχύς (о молоке):
    \густойой мрак τό πηχτό σκοτάδι· ◊ \густойой бас τό βαθύ μπάσο, ἡ βαθειά μπάσα φωνή· \густойой цвет τό βαθύ χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > густой

  • 17 гуща

    гу́щ||а
    ж
    1. (осадок) τό κατακάθι (-σμα), ἡ ὑποστάθμη:
    кофейная \гуща τό κατακάθι τοῦ καφέ·
    2. (чаща) τό πυκνό[ν] μέρος δάσους, ἡ λόχμη·
    3. перен ἡ βαθειά, στό βάθος:
    в \гущае толпы μέσα στό πλήθος· в \гущае событий μέσα στά γεγονότα.

    Русско-новогреческий словарь > гуща

  • 18 далеко

    далеко́
    нареч μακριά, μακρυά, μακράν:
    \далеко от города μακρυά ἀπ' τήν πόλη· зайти ·\далеко в лес προχωρώ βαθειά στό δάσος· ◊ \далеко за полночь ἀργά μετά τά μεσάνυχτα· \далеко не сразу πολύ ἀργά, ὄχι ἀμέσως· выходить \далеко за пределы βγαίνω πολύ ἐξω ἀπό τά ὀρια, ξεπερνάω πολύ τά δριά она \далеко не красавица ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι καλλονή· он \далеко пойдет θά ἔχει μέλλον, θά προοδέψει· \далеко зайти в чем-л. τό παρακάνω· тебе до него́ \далеко δέν φτάνεις ὁὔτε τό νυχάκι του.

    Русско-новогреческий словарь > далеко

  • 19 доживать

    доживать
    несов ζῶ τίς τελευταίες μέρες:
    мы \доживатьем на даче последние дни τελειώνουμε τή διαμονή μας στήν ἐξοχή· \доживать свой век ζῶ τίς τελευταίες μέρες τῆς ζωής μου· он \доживатьет свой последние часы εἰνε στά τελευταία του· \доживать до глубокой старости ζῶ ὡς τά βαθειά γεράματα.

    Русско-новогреческий словарь > доживать

  • 20 достигать

    достигать
    несов, достигнуть сое. φτάνω/ πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω, κατορθώνω (добиваться):
    \достигать успеха πετυχαίνω· \достигать цели πετυχαίνω τό σκοπό· \достигать глубокой старости φτάνω σέ βαθειά γεράματα, φτάνω σέ βαθύ γήρας.

    Русско-новогреческий словарь > достигать

См. также в других словарях:

  • βαθεία — βαθείᾱ , βαθύς deep fem nom/voc/acc dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθείᾳ — βαθείᾱͅ , βαθύς deep fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 216 κάτ.) στην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. Ο παραδοσιακός οικισμός Βάθεια στη Μάνη …   Dictionary of Greek

  • βαθεῖα — βαθύς deep fem nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Βάθεια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 409 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαρυνθίων …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 152 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 61 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών …   Dictionary of Greek

  • βαθείας — βαθείᾱς , βαθύς deep fem gen sg (doric ionic aeolic) βαθείᾱς , βαθύς deep fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθεῖ' — βαθεῖα , βαθύς deep fem nom/voc sg (ionic) βαθεῖαι , βαθύς deep fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Gouves — Stadtgemeinde Gouves (1990–2010) Δήμος Γουβών …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»