Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βαδίσω

См. также в других словарях:

  • βαδίσω — βαδίζω walk aor subj act 1st sg βαδίζω walk fut ind act 1st sg βαδίζω walk aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

  • ελασείω — ἐλασείω (Α) (εφετ. τού ελαύνω) επιθυμώ να βαδίσω, να προελάσω προς («καὶ νῡν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»