Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βέθρον

См. также в других словарях:

  • βέθρον — gulf neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάραθρο — το (AM βάραθρον, Α και βέρεθρον και βέθρον) 1. βαθύ χάσμα γης 2. όλεθρος, καταστροφή αρχ. 1. είδος γυναικείου κοσμήματος 2. μεγάλος και βαθύς λάκκος στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βέρεθρον (< *gwer ∂ )… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»