-
1 βάφτω
βάφω (αόρ. έβαψα, παθ. αόρ. βάφτηκα) 1. μετ.1) красить, окрашивать;βάφτω τα χείλη — красить губы;
βάφτω τα παπούτσια — чистить ботинки (кремом);
βάφτω τα χέρια στο αίμα — обагрить руки кровью;
2) закалять (железо);§ θάν τα βάψω μαδρα ирон. стану я плакать; 2. αμετ. краситься, окрашиваться;βάφομαι — краситься, подкрашиваться
-
2 βάπτω
См. также в других словарях:
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek