-
1 βαφεύς
-
2 βαφεῖον
βᾰφ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαφεῖον
-
3 βαφή
βᾰφ-ή, ἡ,A dipping of red-hot iron in water, S.Aj. 651: hence, temper or edge of a blade or tool produced thereby,τὴν β. ἀφιᾶσιν ὥσπερ ὁ σίδηρος εἰρήνην ἄγοντες Arist.Pol. 1334a8
, cf. Plu.Alex. 32, Pyrrh.24; τὰ σιδήρια τὴν β. ἀνίησι lose their edge, Thphr.HP5.3.3, cf. CP1.22.6; χαλκοῦ βαφαί prob. poet. for σιδήρου β. in A.Ag. 612 (v. Sch. ad loc., but cf. βάψις): metaph., temper,τῆς ἀνδρείας οἷον β. τις ὁ θυμός ἐστι καὶ στόμωμα Plu.2.988d
; of wine, ib.650b.II dye, Thphr.HP4.6.5;πορφυρᾶ β. A.Pers. 317
(metaph. of blood), cf. Pl.R. 430a; κρόκου βαφάς the saffron-dyed robe, A.Ag. 239 (lyr.); βαφαὶ ὕδρας the arrows dipped in the hydra's blood, E.HF 1188 (lyr.);χειλέων β. Philostr.Ep.22
: metaph.,β. τυραννίδος Plu.2.779c
.2 gilding, silvering, αἱ δύο β. Zos.Alch.p.168B., cf. p.208B.IV infection, Aret.CD2.13. -
4 βαφικός
A fit for dyeing,κόκκος Dsc.Eup.1.37
;βοτάνη Luc.Alex.12
: - κή (sc. τέχνη), ἡ, art of dyeing, Ph.1.353, Plu.2.228b, PRyl.98.2 (ii A. D.).II βίβλοι βαφικαί, in Alchemy, books on gilding and silvering, Ps.-Democr. ap. Syn.Alch.p.57 B.; καῦσις β. Zos.Alch.p.208B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαφικός
-
5 βάφιον
См. также в других словарях:
ιοβάφινος — ἰοβάφινος, ον (Μ) ιοβαφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάφ ινος (< θ. βαφ τού βαφή + ινος), πρβλ. ξύλ ινος, πέτρινος] … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
μηλοβαφής — μηλοβαφής, ές (Α) βαμμένος με κίτρινο χρώμα, όπως είναι το χρώμα τών κυδωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + βαφής (< θ. βαφ , πρβλ. βαφή τού βάπτω), πρβλ. θαλασσο βαφής, χρυσο βαφής] … Dictionary of Greek
προολκέας — ο, Ν δίτροχο εξάρτημα που τοποθετείται μπροστά από το αλέτρι για να το συνδέει με τον ιστοβοέα και να ρυθμίζει το βάθος τού οργώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προολκή «έλξη προς τα εμπρός» + κατάλ. έας (πρβλ. βαφ έας)] … Dictionary of Greek
σκαφή — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
βάφομαι — βάφομαι, βάφ(τ)ηκα, βαμμένος βλ. πίν. 122 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής