-
1 βασσάρα
A = ἀλώπηξ, fox, Sch.Lyc.771 (Cyren. acc. to Hsch.).3 impudent woman, courtesan, Lyc.771, 1393.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασσάρα
-
2 βασσαρεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασσαρεύς
-
3 βασσαρέω
A = Βακχεύω, v. ἀναβασσαρέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασσαρέω
-
4 βασσαρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασσαρικός
-
5 βασσάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασσάριον
-
6 βασσαρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασσαρίς
-
7 βάσσαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάσσαρος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский