-
41 αρισταφυλος
-
42 βακχειος
-
43 βακχειος...
-
44 Διονυσος
эп.-ион. Διώνῡσος ὅ (тж. Βάκχος, Ἴακχος, Βρόμιος Εὔιος) Дионис (сын Зевса и Семелы, рожденный ею преждевременно и доношенный в бедре Зевса, поэтому - δίγονος и διμήτωρ, бог вина, виноделия, производительных сил природы, поэтического вдохновения, театрального искусства и веселых народных сборищ) Hom. etc. -
45 ελελιχθων
-
46 ερισταφυλος
-
47 ευιος
-
48 Ιοβακχος
-
49 ισοδαιτης
-
50 κισσοδετας
-
51 κισσοκομης
-
52 κισσοστεφανος
-
53 κισσοφορος
-
54 λυσιμεριμνος
-
55 λυσιος
-
56 λυσιπαιγμων
2, gen. ονος (ῠ!) развязывающий игры, т.е. дающий волю играм(Βάκχος Anacr.)
-
57 μαινολης
-
58 μαινολιος
-
59 μηροτραφης
-
60 νεβριδοπεπλος
См. также в других словарях:
βάκχος — Bacchus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek
Βάκχος. — См. Бахус … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βάκχος — ο επωνυμία του θεού Διόνυσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάκχω — Βάκχος Bacchus masc nom/voc/acc dual Βάκχος Bacchus masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχε — Βάκχος Bacchus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοι — Βάκχος Bacchus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοιο — Βάκχος Bacchus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοις — Βάκχος Bacchus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοισι — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοισιν — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)