-
1 ἀρι-στάφυλος
ἀρι-στάφυλος ( σταφυλή), traubenreich, Anth. IX, 580, wo jetzt ἐριστ. steht.
-
2 ἀριστάφυλος
-
3 αρισταφυλος
1 ἀρι-στάφυλος
ἀρι-στάφυλος ( σταφυλή), traubenreich, Anth. IX, 580, wo jetzt ἐριστ. steht.
2 ἀριστάφυλος
3 αρισταφυλος