Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάδος

См. также в других словарях:

  • βάδος — βάδος, ο (Α) [βαδίζω] βάδιση, περπάτημα …   Dictionary of Greek

  • βάδος — walk masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάδω — βάδος walk masc nom/voc/acc dual βάδος walk masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάδον — βάδος walk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάδου — βάδος walk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάδους — βάδος walk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάδων — βάδος walk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • μιαιβαδία — μιαιβαδία, (Α) 1. παράνομο βάδισμα 2. συνεκδ. παράνομη ενέργεια, παράνομος τρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + βαδία (< βάδος «οδός»)] …   Dictionary of Greek

  • μογιβαδής — μογιβαδής, ές (Α) αυτός που ταλαντεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόγις «μόλις, μετά βίας» + βαδής (< βάδος)] …   Dictionary of Greek

  • οροιβάδες — ὀρειβάδες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ αἶγες». [ΕΤΥΜΟΛ. < οροι (βλ. λ. όρος [II]) + βάς, βάδος (< βαίνω) βλ. και λ. οροβάδων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»