-
21 Αίνωι
-
22 Αἴνωι
-
23 αἰνός
1 awful, dreadfulὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
αἰνὰν ὕβριν P. 11.55
-
24 δίδωμι
δῐδωμι (δίδωσι, διδοῖ; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. δώσω, -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; δόμεν, δοῦναι: pf. δέδωκε: pass. pf. [δέ]δοται.)1 giveσυμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.63
θεὸς ἔδωκεν δίφρον O. 1.87
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος. P. 2.89 “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.21 “ ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.32
νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεῦς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.14
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20
Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα... ]δῶκεν Πα. 13a. 3. fig., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς. gives proof of itself) P. 4.265 abs. make an offerοὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
followed by an inf. of purpose:ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος O. 6.33
“ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” P. 4.115ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι P. 4.222
Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (sc. τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) N. 10.26ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.41
2 grant of deities granting wishes to men. “ τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” O. 1.85εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (v. 1. δίδου) O. 7.89ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115
δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν ( δίδοιτ dubitanter Wackernagel) P. 5.119ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.42
τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (sc. Μοῖρα) N. 7.59 δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν sc. Herakles N. 7.97 τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (sc. Τύχα) I. 4.33καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.53
ἐπεύχομαι δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17.εὔχομαι [] θέλοντι δόμεν [ Pae. 16.4
3 deliver up, give over toὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.60
καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) N. 1.66ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
4 give out, produce δίδοι φωνάν (Hermann: δίδου codd.) N. 5.50 ( ἄρουραι)βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
5 in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ δώσω v.ἀποδίδωμι P. 4.67
τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει v.ἐπιδίδωμι P. 5.124
-
25 θήρ
1 (wild) creatureὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας P. 9.22
“ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” P. 9.58ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (Heyne: θηρᾶν codd.) <*>. 4. 46. “ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48 “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” i. e. the sea-anemone, cf. Theogn. 215. fr. 43. 1. ]ι θῄρ μ[ Πα. 7C. a. 5. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 2. -
26 ὄφρα
ὄφρα final conj.,1 in order that.a c. subj.ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον, ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.23
κατέβαν ὑμνέων Ῥόδον, εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον ἄνδρα αἰνέσω O. 7.14
ἔλθ' Ἀχοῖ, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ εἴπῃς O. 14.22
λίσσομαι, νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.2
“Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνὸν ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔρᾶται” P. 4.92 στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν, ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.9 ὄφ' ρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.b c. opt.ἐκδιδάσκειν σοφὸν Αἰσονίδαν· ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ P. 4.218
ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62
παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20
θυμὸν αὔξων, ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν N. 3.59
ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
-
27 φόβος
1 fearὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
“ φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” P. 9.32οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
] νόρουσε περὶ φόβῳ (sc. Ἀλκμήνα) Pae. 20.15 pl., panicsἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
-
28 βασκαίνω
A : [tense] aor.ἐβάσκηνα Philostr.
(v. infr.), :—[voice] Pass., [tense] aor. ἐβασκάνθην (v. infr.):— bewitch by the evil eye, etc., Arist. l.c., LXX De.28.56: metaph., Ep.Gal.3.1;ἐβάσκηνε πάντα.. τύχη Hdn.2.4.5
:—[voice] Pass.,ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr. 347
;ὡς μὴ βασκανθῶ τρὶς ἔπτυσα Theoc.6.39
.II c. acc., malign, disparage, Pherecr.174, D.8.19;ἄν τι δύσκολον συμβαίνῃ τοῦτο βασκαίνει Id.18.189
;εἰσίν τινες.. οὓ τὸ βασκαίνειν τπέφει Dionys.Com.11
:—[voice] Pass.,ὑπὸ τῶν ἀντιτέχνων βασκανθῆναι Str.14.2.7
.2 c. dat., envy, grudge, D.20.24, etc.; τινί τινος grudge one a thing, D.Chr.78.37, Philostr.VA6.12;τινὶ ἐπί τινι D.Chr. 78.25
: abs., Luc.Nav.17: keep to oneself,Id.
Philops.35.3 c. acc. et inf.,μὴ βασκήνας γελάσαι καὶ ἄλλον Ael.VH14.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασκαίνω
-
29 βριμαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βριμαίνω
-
30 γλυκαίνω
Aἐγλύκᾱνα D.L.8.70
:— sweeten, LXX Si.27.23; opp. πικραίνω, D.L. l.c.; affect with a sensation of sweetness,τὴν ἀκοήν D.H. Comp.15
: abs., produce an effect of sweetness, in Music, Aristox.Harm.p.23 M.:—more freq. in [voice] Pass., [tense] fut.γλυκανθήσομαι LXX Si.49.1
: [tense] aor.ἐγλυκάνθην Hp.Morb.3.17
, Mosch.3.110: [tense] pf.γεγλύκασμαι Ath.9.384d
, but ἀπ-εγλ. Diph.Siph.ib.2.55f:—to be sweetened, turn sweet, Hp.Aër.8, Arist.Ph. 244b23; to be affected with a sensation of sweetness, D.H.Comp.12, Ph.1.121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκαίνω
-
31 δειλιαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειλιαίνω
-
32 δειμαίνω
Aδειμαίνεσκε Q.S.2.439
):— to be afraid, h.Ap.404, Hdt.3.51, etc., S.OC 492, Pl.R. 330c, etc.; δ. περὶ ἑωυτῷ, ὑπέρ τινος, Hdt.3.35, 8.140.β'; ἀμφί τινι S.OC 492
;ἐπί τινι Jul.Or.2.82a
:—[voice] Pass., to be frightened, Q.S.2.499.2 folld. by a relat. clause with μή.., Thgn.541, Hdt.1.165, S.Tr. 481.3 c. inf., Mosch.3.56, Opp.H.5.320.4 c. acc., fear,τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.159
;πάντα δ. A.Pers. 600
, cf. Pr.41: c. acc. cogn.,δεῖμ' ὃ δειμαίνεις E.Andr. 868
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειμαίνω
-
33 διαθερμαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθερμαίνω
-
34 διασημαίνω
2 approve, D.S.19.15.3 signify, Str.17.1.6, Plu.Dem.19.III intr., show its symptoms, appear, Hp.Aph.6.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασημαίνω
-
35 διασιλλαίνω
A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24;πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21
.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασιλλαίνω
-
36 διασταθμάομαι
A separate,αἰνῶ δ' ὃς βίοτον ἐκ πεφυρμένου θεῶν διεσταθμήσατο E.Supp. 202
:—[voice] Act. -σταθμῆσαι· διελεῖν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασταθμάομαι
-
37 διεχθραίνω
διεχθρ-αίνω, strengthd. forAἐχθραίνω, τινί S.E.M.1.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεχθραίνω
-
38 διοιδαίνω
διοιδ-αίνω, = sq., Aët.3.34: metaph.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοιδαίνω
-
39 διολισθάνω
διολισθάνω (in Pl.Ly. 216d codd. -αίνω, cf. Luc.Cont.1, al., Lib. Or.11.225), [dialect] Ion. [tense] aor.A- ωλίσθησα Hp.Art.63
: [tense] aor. 2 inf.διολισθεῖν Ar.Nu. 434
:—slip through,ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40
; of a bone put out, ib.63; δ. τοὺς χρήστας to give them the slip, Ar. l. c.;δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl.
l. c.; ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων, of a ship, Luc.Dom. 12: abs., slip away, Id.Anach.28,29; δ. τὴν γλῶσσαν slipping with his tongue, of one drunken, Id.Vit.Auct.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διολισθάνω
-
40 δυσθυμαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθυμαίνω
См. также в других словарях:
αίνω — αἵνω (Α) κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis winpjan που σημαίνουν επίσης… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
-αίνω — (ΑΝ) Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ρημάτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας με μεγάλη παραγωγική δύναμη στην αρχαία ιδίως, αλλά και στη νέα … Dictionary of Greek
αἰνῶ — αἰνέω tell pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰνέω tell pres ind act 1st sg (attic epic doric) αἰνός dread masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνῷ — αἰνός dread masc/neut dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνω — Αἶνος tale masc nom/voc/acc dual Αἶνος tale masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνω — αἴ̱νω , αἶνος tale masc nom/voc/acc dual (epic ionic) αἴ̱νω , αἶνος tale masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνῳ — Αἶνος tale masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνῳ — αἴ̱νῳ , αἶνος tale masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek