Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὔως

См. также в других словарях:

  • αὔως — fem acc pl (aeolic) αὔως fem nom/voc pl (doric aeolic) αὔως fem gen sg (doric aeolic) αὔως fem nom sg (aeolic) αὖος dry adverbial αὖος dry masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔους — αὔως fem nom/voc pl (aeolic) αὔως fem gen sg (aeolic) αὖος dry masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐῶν — αὔως fem gen pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔοι — αὔοῑ , αὔω 1 get a light pres opt act 3rd sg αὔοῑ , αὔω 2 cry out pres opt act 3rd sg αὔοῑ , αὔως fem voc sg (aeolic) αὔοϊ , αὔως fem dat sg (epic aeolic) αὔοῑ , αὔως fem dat sg (aeolic) αὔως fem dat sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • αὔω — 1 get a light pres subj act 1st sg αὔω 1 get a light pres ind act 1st sg αὔω 2 cry out pres subj act 1st sg αὔω 2 cry out pres ind act 1st sg αὔως fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὔως fem acc sg (aeolic) αὖος dry masc/neut nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ушас — (санскр. Ushâs заря) олицетворение зари в индийской мифологии, один из самых поэтических образов индоевропейского мифологического творчества. Около 20 гимнов Ригведы посвящено прославлению вечно юной и прекрасной богини У. Она принадлежит, таким… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Эос — (эол. Αυως, ион. Hώίς, дор. Αώς, атт. Έως, из пра греч. ausos; сюда же относится лат. Aurora) богиня зари, дочь Гипериона и Теи, сестра Гелиоса и Селены (по другим вариантам она была дочерью Гелиоса; матерью её считалась иногда и Ночь). Э.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • PENULA seu PAENULA — itinerarium fuit apud Romanos vestimentum aut pluviale, ael. Lamprid. in Alexandro Severo c. 27. ita enim habet Cod. Palatinus, cum alias aut plisviae legatur: et quidem ut plurimum scorteum. Unde Martial. l. 14. Epigramm. 130. cuius lemma… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

  • ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»