-
1 αύξης
αὔξηdimension: fem gen sg (attic epic ionic)αὖξιςfem nom /voc pl (doric aeolic)——————αὔξηdimension: fem dat pl (epic)αὐξάνωincrease: pres subj act 2nd sg -
2 αὔξης
Βλ. λ. αύξης -
3 αὔξῃς
Βλ. λ. αύξης -
4 προς-αυξής
προς-αυξής, ές, noch dazu wachsend, Theophr., zw.
-
5 προ-αυξής
-
6 παλιν-αυξής
παλιν-αυξής, ές, wieder wachsend, περιωπή, Theaet. Schol. 4 ( Plan. 221) u. öfter bei Nonn., z. B. D. 9, 159. 25, 541.
-
7 πολυ-αυξής
πολυ-αυξής, ές, sehr gewachsen, groß, Nic. Ther. 73. 597.
-
8 εὐ-αυξής
εὐ-αυξής, ές, leicht, schnell wachsend, zunehmend, Arist. H. A. 1, 13 u. öfter, wie Tieophr.; compar. εὐαυξέστερος, Arist. part. an. 3, 12.
-
9 δυς-αυξής
-
10 μῡελ-αυξής
μῡελ-αυξής, ές, Mark vermehrend, τροφή, Hesych., wo aber μυελαύξῃ steht.
-
11 ἀν-αυξής
-
12 ἐπ-αυξής
-
13 αὐξανω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
14 αὔξω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -οντ(αι); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)a increase — δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62b met., exalt, make to prosperτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58
τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29c med., grow, riseεἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
met.,ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93
γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2.. ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53). -
15 οὖρος
οὖρος, ὁ (ΟΡ, ὄρνυμι, nicht mit Coray Heliod. 2, p. 345 von αὔρα abzuleiten), der in Bewegung setzende, günstige Wind, Fah cwt nd; τοῖσιν δ' ἴκμενον οὖρον ἵει Ἀπόλλων, Il. 1, 479, wie Od. 2, 420; οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε, 5, 268, öfter; ἡμῖν δ' αὖ μετόπισϑε νεὸς ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσϑλὸν ἑταῖρον, Od. 11, 7. 12, 149; ἔσβη οὖρος, der gute Wind ging aus, 3, 183; auch im plur., 4, 360; vom heftigen Winde, Sturm, λάβρον, ἐπαιγίζοντα δι' αἰϑέρος, 15, 293, vgl. Il. 14, 19; vgl. Ap. Rh. 2, 900, ζεφύ-ρου μέγας οὖρος ἄητο; – ἂψ δὲ ϑεοὶ οὖρον στρέψαν, Od. 4, 520, die Götter wandten den Wind rückwärts, zum günstigen Fahrwinde. – So auch Pind. und Tragg.; πομπαῖον ἐλϑεῖν οὖρον, Pind. P. 1, 34, der es oft übrtr. braucht, ἔγειρ' ἐπέων οὖρον λιγύν Ol. 9, 51, αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4, 3, εὔϑυν' ἐπέων οὖρον εὐκλεῖα N. 6, 29; μένουσι πρύμνηϑεν οὖρον, Eur. Troad. 20; κατ' οὖρον, Andr. 555; ἴτω κατ' οὖρον, mit günstigem Winde gehe es, Aesch. Spt. 672, wie Pers. 473 von den fliehenden Schiffen gesagt ist κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν; übertr. Spt. 836 γόων κατ' οὖρον ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, von dem Schlagendes Hauptes u. der Brust, zum Zeichen der Wehklage; – übh. Glück, glückliche Gelegenheit, Soph. Phil. 844, Schol. ὁ ἐπιτήδειος καιρός, wie Tr. 468, ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον, vgl. 812. – Seltener in Prosa; ἀπόπεμπε κατ' οὖρον, Her. 4, 163, im Orakel; Xen. Hell. 2, 3, 31 u. bei Sp., wie Luc. Tox. 7.
-
16 αναυξης
-
17 δυσαυξης
-
18 ευαυξης
-
19 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание -
20 Λατοίδας
Λᾱτοίδας (-οίδας, -οδας, -οίδα, -οδα, -οδαν; -οίδαισιν.)1 child of Leto Apollo,ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον P. 4.259
Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοδας ἅρπασ P. 9.5
θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
ἄλσος Ἀπόλλωνος, τόθι Λατοδαν μελπόμεναι ποδὶ κροτέο[ντι Pae. 6.15
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοδα κεκλημένον ἢ πατέρος (v. καλέω) P. 3.67 pl., Apollo and Artemis,Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
fragg., Λ]ατοϊδαιν[ Πα. 12a. 4. Λατοιδ[α (supp. Snell) ?fr. 344. 3.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὔξης — αὔξη dimension fem gen sg (attic epic ionic) αὖξις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξῃς — αὔξη dimension fem dat pl (epic) αὐξάνω increase pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελαυξής — μυελαυξής, ές (Α) αυτός που συμβάλλει στην αύξηση τού μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο αυξής, πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
ευαυξής — εὐαυξής, ές (ΑΜ) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει γρήγορα και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.) μσν. αυτός που μεγαλώνει καλά αρχ. 1. ο ψηλός 2. αυτός που έχει αυξημένο όγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυξής (< αύξω), πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
νεοαυξής — νεοαυξής, ές (Α) νεοαύξητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
παλιναυξής — παλιναυξής, ές (Α) αυτός που αυξάνεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αυξής (< αὔξω), πρβλ. ευ αυξής] … Dictionary of Greek
πολυαυξής — ές, Α 1. πολύ αυξημένος 2. μεγάλος σε μέγεθος («πολυαυξής μόσχος», Νικ.) 3. ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεο αυξής] … Dictionary of Greek
προαυξής — ές, Α 1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος 2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ αυξής] … Dictionary of Greek
φιλαυξής — ους, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αγαπά την αύξηση, που τείνει να αυξάνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek