-
1 αύλακ'
αὔλακα, αὖλαξfurrow: fem acc sgαὔλακι, αὖλαξfurrow: fem dat sgαὔλακε, αὖλαξfurrow: fem nom /voc /acc dual -
2 αὔλακ'
αὔλακα, αὖλαξfurrow: fem acc sgαὔλακι, αὖλαξfurrow: fem dat sgαὔλακε, αὖλαξfurrow: fem nom /voc /acc dual -
3 αὐλακ-εργάτης
αὐλακ-εργάτης, σίδηρος, Furchen machend, Philip. ep. 49 (IX, 742).
-
4 αὐλακίζω
A- ίσομαι PFlor.326.10
(ii A. D.):—trace furrows on, plough, ἐδάφη PFlor. l.c.:—[voice] Pass., ib.331.7 (ii A. D.); αὐλακισμέναν ἀροῦν, prov. of doing work over again, Pratin.Lyr.3: metaph. of a shooting star leaving a trail, Cat.Cod.Astr.8(3).182.4 [suff] αὐλᾰκ-ιον, τό, Dim. of αὖλαξ, Sch.D.T.p.196H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλακίζω
-
5 αὐλακεργάτης
A tracing furrows, AP9.742 (Phil. (?)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλακεργάτης
-
6 αὐλακισμός
αὐλᾰκ-ισμός, ὁ,A ploughing, PFlor.354.3 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλακισμός
-
7 αὐλακεργάτης
-
8 αυλακεργατης
-
9 αὖλαξ
αὖλαξ, ᾰκος, ἡ (also ὁ, AP9.274 (Phil.), Aret.SD2.13), also [full] ἄλοξ, οκος (q. v.); [full] ὦλξ, found only in acc. ὦλκα, ὦλκας; [dialect] Dor. [full] ὦλαξ EM 625.38:—A furrow made in ploughing, [ βόε] ἱεμένω κατὰ ὦλκα hastening along the furrow, Il.13.707;κατὰ ὦλκας A.R.3.1054
;εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od.18.375
; [βόε] ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Hes.Op. 439
; ἰθεῖάν κ' αὔλακ' ἐλαύνοι ib. 443;ὀρθὰς αὔλακας.. ἤλαυνε Pi.P.4.227
;ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὖλακας Hdt.2.14
;αἰθέρος αὔλακα τέμνων Ar.Av. 1400
(lyr.);ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν A.Ag. 1015
; ; (lyr.).b furrow's breadth, Thphr.HP8.8.7, CP4.12.1.2 metaph., wife,σπείρειν τέκνων ἄλοκα E.Ph.18
; αἱ πατρῷαι ἄλοκες thy father's wife, S.OT 1211.3 metaph., furrow in the skin, gash, wound,ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25
(lyr.);δορὸς ἄλοκα E.HF 164
; of the line drawn by the stile in writing,ποίαν αὔλακα; Ar.Th. 782
(anap.), cf. AP 6.68 (Jul. Aegypt.).4 swathe, Theoc.10.6.
См. также в других словарях:
αὔλακ' — αὔλακα , αὖλαξ furrow fem acc sg αὔλακι , αὖλαξ furrow fem dat sg αὔλακε , αὖλαξ furrow fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AROE — civitas Achaiae, a cultu terrae sic dicta, alias Patrae, Steph. Aroa Pausaniae, in Achaicis, sic enim ille: Πατρέων οἱ τὰ αρχαιότατα μνημονεύοντες, φασὶν Εὔμηλον αὐτόχθονα οἰκῆσαι πρῶτον εν τῇ χώρα. Τριπτολέμου δὲ εν τῆς Α᾿ττικῆς ἀφικομένου, τὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
PARTHIA — I. PARTHIA Asiae regio, perampla, ab occasu Mediâ, ab Aquilone Hyrcaniâ, ab ortu Arianâ, a meridie Carmaniae desertis terminata. Parthenen Qu. Curtius vocat. l. 6. 2. c. ubi docet Parthos Scitharum progeniem esse, quod et Dionys. testatur.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… … Dictionary of Greek
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
σκιωτός — ή, όν, Α 1. αυτός που σχηματίζει σκιές 2. φρ. «σκιωτὴ ζώνη» ζώνη που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα προς το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. ωτός (πρβλ. αυλακ ωτός)] … Dictionary of Greek