-
61 αυδάν
-
62 αὐδάν
-
63 αυδάς
-
64 αὐδάς
-
65 αυδάσαισα
αὐδά̱σαισα, αὐδάωutter sounds: aor part act fem nom /voc sg (doric aeolic)αὐδάζομαιcry out: aor part act fem nom /voc sg (doric aeolic) -
66 αὐδάσαισα
αὐδά̱σαισα, αὐδάωutter sounds: aor part act fem nom /voc sg (doric aeolic)αὐδάζομαιcry out: aor part act fem nom /voc sg (doric aeolic) -
67 αυδάσαντος
αὐδά̱σαντος, αὐδάωutter sounds: aor part act masc /neut gen sg (doric aeolic)αὐδάζομαιcry out: aor part act masc /neut gen sg -
68 αὐδάσαντος
αὐδά̱σαντος, αὐδάωutter sounds: aor part act masc /neut gen sg (doric aeolic)αὐδάζομαιcry out: aor part act masc /neut gen sg -
69 αύδακα
αὔδᾱκα, αὐδάωutter sounds: perf ind act 1st sg (doric)αὐδάζομαιcry out: perf ind act 1st sg -
70 αὔδακα
αὔδᾱκα, αὐδάωutter sounds: perf ind act 1st sg (doric)αὐδάζομαιcry out: perf ind act 1st sg -
71 αύδασε
αὔδᾱσε, αὐδάωutter sounds: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)αὐδάζομαιcry out: aor ind act 3rd sg (doric)αὐδάζομαιcry out: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
72 αὔδασε
αὔδᾱσε, αὐδάωutter sounds: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)αὐδάζομαιcry out: aor ind act 3rd sg (doric)αὐδάζομαιcry out: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
73 καυδάν
-
74 καὐδάν
-
75 γλυκύς
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; - έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)1 sweeta of persons.γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57
cf. O. 6.91 —b of things.ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων P. 2.37
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι P. 4.223
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος P. 10.10
γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι N. 9.22
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) O. 1.109ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν O. 4.5
ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν O. 5.1
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91
γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8
λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77
πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν O. 9.11
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς O. 10.94
γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ N. 4.44
γλυκεἶ ἀοιδά N. 5.2
ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50
οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.7
παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.)Πα... ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν Pae. 7.11
γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) Pae. 8.75c of thoughts, feelings.χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19
νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
γλυκείας Ἀφροδίτας O. 6.35
αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) O. 14.6γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. P. 6.52τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity I. 7.48d fragg. ]μον γλυκεἰ[ Pae. 22.3
]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4. -
76 κελαδέω
κελᾰδέω (κελαδέοντι,- -έοντι; -έων; -εῖν: fut. -ήσω, -ήσομεν: aor. -ησε, -ήσαθ, -ησαν; -ήσετ(ε) subj. coni.; -ῆσαι, -έσαι coni.: med. fut. - ησόμεθα.)a hymn c. acc.κελαδεῖν Κρόνου παῖδ O. 1.9
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ὄτρυνον νῦν ἑταίρους πρῶτον μὲν Ἥραν Παρθενίαν κελαδῆσαι O. 6.88
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.10εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
c. dupl. acc., καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντὰν (cf. P. 11.10: i. e. as a victory blessing. v. ἐπωνύμιος) O. 10.79ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι I. 1.54
b abs.ἀναβάσομαι στόλον ἀμφἀρετᾷ κελαδέων P. 2.63
, cf. P. 2.15c c. cogn. acc., singκόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.14
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.58
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Br. Keil: v. E. Fränkel, K. Z., 1909, 258; Schwyz., 1. 753: κελαδῆσαι codd.: κελαδέμεν Er. Schmid) I. 5.48ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.62
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδ[έον]τι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
κελαδ[ήσαθ ὕμ]νους (supp. Snell e v. l. ap. Σ.) Πα. 7B. 10. ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον ]κελαδησατ[ Θρ. 5a. 3 = b. 7.d of the song itself, κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων resound P. 2.15 ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων celebrating N. 3.66 -
77 τρόπος
τρόπος (-ος, -ῳ, -ον, -οις.)a way, manner, method κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (i. e. of training) O. 8.63ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.14
ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν fr. 7. acc. pro adv.,τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.58
b fashion, musical styleΜοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.4
ἀείδετοδὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελεταῖς τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν post Ἀσώπιχον del. Schr.) O. 14.17 παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (supp. Snell: [νόμ]ον G—H: τὴν ᾠδήν Σ.) Πα. 2. 1. ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.*cII pl., manners i. e. way of life.Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38
-
78 χάλκεος
1 of bronze “ πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον” O. 1.76χαλκέοισι δ ἐν ἔντεσι O. 4.22
τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα Φάλαριν P. 1.95
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς P. 4.226
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
χαλκέοις σὺν ὅπλοις N. 1.51
χαλκέοις ὅπλοισιν N. 9.22
ἐν χαλκέοις ὅπλοις N. 10.14
χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (i. e. of bronze weapons and armour) I. 8.25 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.68 of heaven (cf. χαλκόπεδος),ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
of Ares, cf. I. 8.25,χάλκεος Ἄρης O. 10.15
χαλ-κέῳ τ' Ἄρει ἅδον I. 4.15
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos, in honour of Hera, where the prize was a bronze shield, cf. O. 7.83) N. 10.22 παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (i. e. ringing like bronze) Pae. 2.100 frag. ]υ πόλιν χαλκεᾳ[ Pae. 14.26
-
79 αὐδή
A human voice, speech (but distd. fr. φωνή, Stoic. 2.44),μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐ. Il.1.249
. -
80 βαρύς
βᾰρύς, εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu. 932 (anap.): [comp] Comp. βαρύτερος, [comp] Sup. βαρύτατος:—A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht. 152d, Arist.Cael. 310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force,χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219
, cf. 89;ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51
;β. τὸ σῶμα App.Mac.14
; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering, ;σὺν γήρᾳ Id.OT17
; ;ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1
;ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a
; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.);β. βάσις
heavy, slow,S.
Tr. 966;τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr. 844
. Adv.κοῦφον βαρέως Pl.Tht. 189d
.2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72;Κλῶθες Od.7.197
;κῆρες Il.21.548
;β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag. 206
(lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95, 534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers. 1044 (lyr.), Th. 332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.; ;ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri. 43c
;πόλεμος D.18.241
;βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66
; causing disgust,S.
Ph. 1330; αὐδά, ἠχώ, ib. 208 (lyr.), E.Hipp. 791; unwholesome,χωρίον X.Mem.3.6.12
;πλησμονή Id.Cyn.7.4
; indigestible, Ath.3.115e;β. νότος Paus.10.17.11
. Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19;β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1
(but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5; ; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: [comp] Comp.βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1
; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.4 weighty, grave,ἐπιστολαί 2 Ep.Cor.10.10
;αἰτιώματα Act.Ap.25.7
;τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου Ev.Matt.23.23
; ample, .II of persons, severe, stern,β. ἐπιτιμητής A. Pr.77
; , cf. S.OT 546;Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100
; wearisome, troublesome, E.Supp. 894, Pl.Tht. 210c, etc.; , S.Fr. 753;γείτονες Plb.1.10.6
.2 overbearing,σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh. 1391a27
(butσεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42
);ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c
; important, powerful,πόλις Plb.1.17.5
, etc.3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the ([comp] Comp.);τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3
.III of impressions on the senses,1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph. 208, Pl.Prt. 332c, Arist.EN 1125a14, etc.;βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572
(lyr.); Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39;πενθεῖν Ael.VH12.1
; esp. of musical pitch, low, opp.ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268e
; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE 1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave,ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra. 399b
;ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh. 1403b30
, etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.;β. τάσις D.H.Comp.11
, A.D.Synt.307.13;β. τόνος D.T.674.13
, cf.A.D.Pron. 36.5;β. συλλαβή
unaccented,Id.
Synt.100.8, al. Adv. with the accent thrown back,Id.
Pron.51.1, Ath.2.53b: [comp] Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον ([etym.] ου) opp. οὗ), Arist.SE 178a3 (but, on a lower note, ).2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119.
См. также в других словарях:
αὔδα — αὔδᾱ , αὐδάω utter sounds imperf ind act 3rd sg (doric) αὔδᾱ , αὐδάω utter sounds pres imperat act 2nd sg αὔδᾱ , αὐδάω utter sounds imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδά — αὐδά̱ , αὐδή human voice fem nom/voc/acc dual αὐδά̱ , αὐδή human voice fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδᾷ — αὐδάομαι utter sounds pres subj mp 2nd sg αὐδάομαι utter sounds pres ind mp 2nd sg (epic) αὐδάω utter sounds pres subj mp 2nd sg αὐδάω utter sounds pres ind mp 2nd sg (epic) αὐδάω utter sounds pres subj act 3rd sg αὐδάω utter sounds pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔδασ' — αὔδᾱσο , αὐδάομαι utter sounds plup ind mp 2nd sg (doric) αὔδᾱσο , αὐδάομαι utter sounds perf imperat mp 2nd sg (doric) αὔδᾱσαι , αὐδάομαι utter sounds perf ind mp 2nd sg (doric) αὔδᾱσαι , αὐδάομαι utter sounds aor imperat mp 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδᾶι — αὐδᾷ , αὐδάομαι utter sounds pres subj mp 2nd sg αὐδᾷ , αὐδάομαι utter sounds pres ind mp 2nd sg (epic) αὐδᾷ , αὐδάω utter sounds pres subj mp 2nd sg αὐδᾷ , αὐδάω utter sounds pres ind mp 2nd sg (epic) αὐδᾷ , αὐδάω utter sounds pres subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδάσει — αὐδά̱σει , αὐδάομαι utter sounds fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) αὐδά̱σει , αὐδάομαι utter sounds futperf ind mp 2nd sg (doric) αὐδά̱σει , αὐδάω utter sounds aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) αὐδά̱σει , αὐδάω utter sounds fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδάσομαι — αὐδά̱σομαι , αὐδάομαι utter sounds aor subj mp 1st sg (epic doric aeolic) αὐδά̱σομαι , αὐδάομαι utter sounds fut ind mp 1st sg (doric aeolic) αὐδά̱σομαι , αὐδάομαι utter sounds futperf ind mp 1st sg (doric) αὐδά̱σομαι , αὐδάω utter sounds aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδάσω — αὐδά̱σω , αὐδάομαι utter sounds aor ind mp 2nd sg (doric aeolic) αὐδά̱σω , αὐδάω utter sounds aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) αὐδά̱σω , αὐδάω utter sounds aor subj act 1st sg (doric aeolic) αὐδά̱σω , αὐδάω utter sounds fut ind act 1st sg (doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδάσαις — αὐδά̱σαις , αὐδάω utter sounds pres part act fem dat pl (doric) αὐδά̱σαις , αὐδάω utter sounds aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) αὐδά̱σαις , αὐδάω utter sounds aor opt act 2nd sg (doric aeolic) αὐδά̱σαις , αὐδάζομαι cry out fut part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδάσοντι — αὐδά̱σοντι , αὐδάω utter sounds fut part act masc/neut dat sg (doric aeolic) αὐδά̱σοντι , αὐδάω utter sounds fut ind act 3rd pl (doric aeolic) αὐδά̱σοντι , αὐδάω utter sounds futperf ind act masc/neut dat sg (doric) αὐδά̱σοντι , αὐδάω utter… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔδαν — αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 1st sg (doric aeolic) αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αὔδᾱν , αὐδάω utter sounds imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)