-
1 αυτόμολος
-
2 αὐτόμολος
-
3 αυτομολος
I2пришедший по своей воле, т.е. своенравный(πόθος Anth.)
IIὅ перебежчик Her., Xen., Diod., Plut. -
4 αυτόμολος
ο прям., перен. перебежчик -
5 αὐτόμολος
αὐτόμολ-ος, ον,A going of oneself, without bidding, Opp.H.3.360; coming of oneself, AP 5.21 (Rufin.):—but mostly,2 as Subst., deserter, Hdt.3.156, al., Th.4.118, al.;παρά τινος X.An.1.7.2
;γυνὴ αὐ. Hdt.9.76
. Adv.- λως
treacherously,S.
Fr. 691.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόμολος
-
6 αὐτόμολος
αὐτό-μολος, freiwillig, ohne Geheiß gehend, gew. der Überläufer; αὐτομόλως, verräterisch. Bei den Pflanzen heißen αὐτόμολοι die aus der Wurzel treibenden Räuber, stolones -
7 αυτομόλως
αὐτόμολοςgoing of oneself: adverbialαὐτόμολοςgoing of oneself: masc /fem acc pl (doric) -
8 αὐτομόλως
αὐτόμολοςgoing of oneself: adverbialαὐτόμολοςgoing of oneself: masc /fem acc pl (doric) -
9 αυτόμολον
αὐτόμολοςgoing of oneself: masc /fem acc sgαὐτόμολοςgoing of oneself: neut nom /voc /acc sg -
10 αὐτόμολον
αὐτόμολοςgoing of oneself: masc /fem acc sgαὐτόμολοςgoing of oneself: neut nom /voc /acc sg -
11 παλιναυτομολος
-
12 ψευδαυτομολος
-
13 дезертир
дезертирм ὁ λιποτάκτης, ὁ λιποτάχ-της, ὁ αὐτόμολος. -
14 перебежчик
перебеж||чикм ὁ αὐτόμολος, ὁ λιποτάκτης. -
15 αυτομόλοις
-
16 αὐτομόλοις
-
17 αυτομόλοισι
-
18 αὐτομόλοισι
-
19 αυτομόλου
-
20 αὐτομόλου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐτόμολος — going of oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… … Dictionary of Greek
αυτόμολος — η, ο αυτός που αφήνει τη θέση του στο στρατό και προσχωρεί στον εχθρό, ή απαρνιέται την ιδεολογία του και προσχωρεί στην αντίθετή της: Οι αυτόμολοι περιφρονούνται από εχθρούς και φίλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτομόλως — αὐτόμολος going of oneself adverbial αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόμολον — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc sg αὐτόμολος going of oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλοις — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλοισι — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλου — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλους — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλων — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλῳ — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)