-
1 παλιναυτόμολος
πᾰλῐν-αυτόμολος, ὁ,A deserting back again, double deserter, X.HG7.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιναυτόμολος
-
2 παλιναυτομολος
См. также в других словарях:
παλιναυτόμολος — παλιναυτόμολος, ὁ (Α) άτομο που αυτομόλησε στους εχθρούς και επανήλθε εκ νέου στους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αὐτόμολος] … Dictionary of Greek