-
1 дезертир
дезертирм ὁ λιποτάκτης, ὁ λιποτάχ-της, ὁ αὐτόμολος. -
2 перебежчик
перебеж||чикм ὁ αὐτόμολος, ὁ λιποτάκτης. -
3 дезертир
-а α.λιποτάχτης• αυτόμολος. || μτφ. αποστάτης. -
4 перебежчик
-а α.-ца, -ы θ.αυτόμολος. || μτφ. αλλαξόπιστός, -η. -
5 Deserter
subs.P. αὐτόμολος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deserter
-
6 Fugitive
subs.The fugitives from an army: P. and V. οἱ φεύγοντες.Be a fugitive, run away, v.: P. δραπετεύειν. Ar. and P. αὐτομολεῖν.Be an exile: P. and V. φεύγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fugitive
-
7 Runaway
subs.P. αὐτόμολος, ὁ, P. and V. δραπετής, ὁ (Plat., Men. 97E).Be a runaway, v.: P. δραπετεύειν.Runaway slave: P. δοῦλος ἀφεστώς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Runaway
-
8 Truant
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Truant
См. также в других словарях:
αὐτόμολος — going of oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… … Dictionary of Greek
αυτόμολος — η, ο αυτός που αφήνει τη θέση του στο στρατό και προσχωρεί στον εχθρό, ή απαρνιέται την ιδεολογία του και προσχωρεί στην αντίθετή της: Οι αυτόμολοι περιφρονούνται από εχθρούς και φίλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτομόλως — αὐτόμολος going of oneself adverbial αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόμολον — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc sg αὐτόμολος going of oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλοις — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλοισι — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλου — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλους — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλων — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομόλῳ — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)