Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

αὐχένες

См. также в других словарях:

  • αὐχένες — αὐχήν neck masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • πολυαύχενος — η, ο / πολυαύχενος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς αυχένες νεοελλ. φρ. «πολυαύχενο όρος» βουνό με πολλούς αυχένες, πολλά διάσελα αρχ. φρ. «πολυαύχενον αἷμα» αίμα που προέρχεται από τη σφαγή πολλών αυχένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αύχενος (<… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ …   Dictionary of Greek

  • κορυφογραμμή — η η νοητή γραμμή που διέρχεται από όλες τις διαδοχικές κορυφές ή τους αυχένες, ή και από τα δύο, ενός όρους και κατέρχεται προς τα άκρα του, αλλ. υδροκρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + γραμμή. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Τιμολέοντα Βάσσο] …   Dictionary of Greek

  • μυριαύχενος — μυριαύχενος, ον (Μ) (για την ύδρα) αυτός που έχει αναρίθμητους αυχένες, πολλά κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αύχενος (< αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. πολυ αύχενος] …   Dictionary of Greek

  • τριαύχην — ενος, ὁ, ἡ, και τριαύχενος, ον, Α αυτός που έχει τρεις αυχένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὐχήν, ένος (πρβλ. πολυ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»