-
1 αὐτεξούσιος
αὐτ-εξούσιος, ον,A in one's own power, free,ποιῶν τὸ αὐ. Chrysipp.Stoic.2.284
, cf. Diogenian.Epicur. 3.61, Plot.1.4.8, Iamb.Myst.3.14; of persons, Muson.Fr.12p.66H., Arr.Epict.4.1.62, PLips.29.6(iii A.D.); of captives, freed unconditionally, D.S.14.105; absolute,βασιλεία J.AJ15.7.10
;δύναμις Plot.6.8.20
; αὐ., τό, freedom of choice, Procl. in Alc.p.143C., etc.;αὐ. ἀρχή Plot.3.2.10
. Adv.- ως J.BJ5.13.5
, Plot.6.8.20, Procl. Theol.Plat. 6.16; cf. αὐτοεξούσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτεξούσιος
-
2 αυτεξουσιος
См. также в других словарях:
παντεξούσιος — ον, Α αυτός που εξουσιάζει τα πάντα, παντοδύναμος, πανίσχυρος. επίρρ... παντεξουσίως Μ με όλες τις εξουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εξούσιος (< ἐξουσία), πρβλ. αυτ εξούσιος] … Dictionary of Greek
εφταξούσιος — ἑφταξούσιος, ο (Μ) αυτεξούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ εξούσιος κατά παρετυμολογία από το εφτά, (πρβλ. εφτά ζυμος < αυτό ζυμος)] … Dictionary of Greek
πληρεξούσιος — α, ο, Ν 1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα 2. το ουδ. ως ουσ. το πληρεξούσιο το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτ εξούσιος)] … Dictionary of Greek