-
1 αυτεξούσιος
-
2 αὐτεξούσιος
-
3 αυτεξουσιος
-
4 αυτεξούσιος
α, ο [ος и ία, ον] свободный, независимый, самостоятельный;είμαι αυτεξούσιος — я сам себе хозяин
-
5 αὐτεξούσιος
αὐτ-εξούσιος, ον,A in one's own power, free,ποιῶν τὸ αὐ. Chrysipp.Stoic.2.284
, cf. Diogenian.Epicur. 3.61, Plot.1.4.8, Iamb.Myst.3.14; of persons, Muson.Fr.12p.66H., Arr.Epict.4.1.62, PLips.29.6(iii A.D.); of captives, freed unconditionally, D.S.14.105; absolute,βασιλεία J.AJ15.7.10
;δύναμις Plot.6.8.20
; αὐ., τό, freedom of choice, Procl. in Alc.p.143C., etc.;αὐ. ἀρχή Plot.3.2.10
. Adv.- ως J.BJ5.13.5
, Plot.6.8.20, Procl. Theol.Plat. 6.16; cf. αὐτοεξούσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτεξούσιος
-
6 αὐτεξούσιος
αὐτ-εξ-ούσιος, eigenmächtig, sein eigener Herr -
7 αυτεξούσιος
başına buyruk, özgür -
8 αυτεξούσιος
1) free2) independent3) sovereignΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυτεξούσιος
-
9 αυτεξουσίως
αὐτεξούσιοςin one's own power: adverbialαὐτεξούσιοςin one's own power: masc /fem acc pl (doric) -
10 αὐτεξουσίως
αὐτεξούσιοςin one's own power: adverbialαὐτεξούσιοςin one's own power: masc /fem acc pl (doric) -
11 αυτεξούσιον
αὐτεξούσιοςin one's own power: masc /fem acc sgαὐτεξούσιοςin one's own power: neut nom /voc /acc sg -
12 αὐτεξούσιον
αὐτεξούσιοςin one's own power: masc /fem acc sgαὐτεξούσιοςin one's own power: neut nom /voc /acc sg -
13 αυτεξουσίοις
-
14 αὐτεξουσίοις
-
15 αυτεξουσίου
-
16 αὐτεξουσίου
-
17 αυτεξουσίους
-
18 αὐτεξουσίους
-
19 αυτεξουσίω
-
20 αὐτεξουσίῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐτεξούσιος — in one s own power masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτεξούσιος — α, ο (AM αὐτεξούσιος, ον και ος, α, ον) [εξουσία] 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου 2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής νεοελλ. 1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά … Dictionary of Greek
αυτεξούσιος — α, ο επίρρ. α αυτός που είναι κύριος του εαυτού του, που δε βρίσκεται στην εξουσία άλλου, ο ελεύθερος: Οι λαοί αγωνίζονται να γίνουν αυτεξούσιοι στον τόπο τους· το ουδ. ως ουσ., το αυτεξούσιο το δικαίωμα ή η ικανότητα να είναι κανείς αυτεξούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτεξουσίως — αὐτεξούσιος in one s own power adverbial αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεξούσιον — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem acc sg αὐτεξούσιος in one s own power neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεξουσίοις — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεξουσίου — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεξουσίους — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεξουσίων — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεξουσίῳ — αὐτεξούσιος in one s own power masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεξούσια — αὐτεξούσιος in one s own power neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)