-
1 αυτό
-
2 αυτο-
[αὐτός] приставка, обознач.:1) природное свойство, естественность (αὐτύρριζος)2) подлинность, чистоту (αὐτοσίδηρος)3) внутреннюю независимость, самоопределение, самопроизвольность (αὐτόνομος)4) совместность (αὐτόπρεμνος)5) точность (αὐτόδεκα)6) возвратность и взаимность действия (αὐτοκτονέω)7) (филос.) отвлеченность, идеальность (αὐτοΐππος) -
3 αυτο
-
4 αὐτό
Βλ. λ. αυτό -
5 αὑτό
Βλ. λ. αυτό -
6 αὐτὸ
егоеё Его то же самое тоже также это одно самого [о] том же тот же он им [в] само сам Сам месте туже Тому же Тот же одно место того же этого [в] самом αὐτόΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτὸ
-
7 αὐτό
егоеё Его Нему Нём вместе него саму αὐτὸΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτό
-
8 αυτό-
первая часть сложных слов со значением:само..., авто...: αυτοάμυνα, αυτογονία, αυτόγραφος, αυτοκίνητο -
9 αυτό
тоаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αυτό
-
10 αυτό
1) it2) thisΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυτό
-
11 αὐτο-νυχίς
αὐτο-νυχίς, u. αὐτο-νυχιδίς, dass., B. A. p. 1319.
-
12 αύτο-πραγματεύτως
αύτο-πραγματεύτως, nicht künstlich, Dion. Hal.
-
13 αύτο-πρἄγία
αύτο-πρἄγία, ἡ, das freie, selbständige Handeln, Plat. def. 411 e; Plut. de stoic. rep. 20; die Freiheit der Stoiker ist nach Diog. L. 7, 121 ἐξουσία αὐτοπραγίας; nach Cic. Parad. 5, 1 libertas vivendi ut velis.
-
14 αὐτό-πρεμνος
αὐτό-πρεμνος ( πρέμνον), sammt der Wurzel, ganz, γῆ Aesch. Eum. 379; Soph. Ant. 710. – Adv., Lycophr. 516. Mit Anspielung auf die Stelle des Aeschylus, λόγοι Ar. Ran. 900, gewaltige Worte.
-
15 αὐτό-πτερος
αὐτό-πτερος, von Natur beflügelt, Sp.
-
16 αὐτό-πιστος
αὐτό-πιστος, an sich glaubhaft, Sp.
-
17 αὐτό-πειρος
αὐτό-πειρος ( πεῖρα), der selbst erfahren hat, τὸ αὐτόπ., eigene Erfahrung, Damasc.
-
18 αὐτό-παις
αὐτό-παις, αιδος, leibliches Kind, Soph. Tr. 823, Schol. γνήσιος παῖς; aber frg. 964 nach B. A. p. 467 αὐτὸς τρόπῳ τινὶ παῖς ὤν.
-
19 αὐτό-πους
-
20 αὐτό-πλεκτος
αὐτό-πλεκτος, selbst geflochten, δέμας, sich selbst windend, Opp. H. 4, 449.
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)