-
1 αυτορρυτος
-
2 αὐτόρρυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόρρυτος
-
3 αὐτόῤῥυτος
-
4 αυτόρρυτον
-
5 αὐτόρρυτον
-
6 αυτορρύτου
-
7 αὐτορρύτου
-
8 αυτορρύτω
-
9 αὐτορρύτῳ
-
10 αυτορρύτων
-
11 αὐτορρύτων
-
12 αυτορύτου
-
13 αὐτορύτου
-
14 αυτορύτους
-
15 αὐτορύτους
-
16 αυτόρρυτοι
-
17 αὐτόρρυτοι
См. также в других словарях:
αυτόρρυτος — αὐτόρρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει από μόνος του ή που έχει δική του ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + ρυτός < ρέω] … Dictionary of Greek
αὐτόρρυτον — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem acc sg αὐτόρρυτος self flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρύτου — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρύτων — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρύτῳ — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορύτου — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορύτους — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόρρυτοι — αὐτόρρυτος self flowing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԻՆՔՆԱԲՈՒՂԽ — ( ) NBH 1 0856 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c ա. ԻՆՔՆԱԲՈՒԽ կամ ԻՆՔՆԱԲՈՒՂԽ. ինքնին բղխեալ. ʼի բնէ հոսեալ. որպէս յն. αὑτόρρυτος per se vel sponte profluens ինքիրմէ վազօղ. ... *Ինքնաբուխ ամենեցուն եւ բաւական առ պէտսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)