-
61 αὐτόγονος
αὐτό-γονος, ον,A self-produced, Nonn.D.8.103, Syrian.in Metaph.187.9, Procl.in Cra.p.17 P. Adv.- νως Syrian. in Metaph.142.17
, Procl. in Prm.p.897S.II [voice] Act., ([etym.] - γόνος) self-producing, breeding alone, Nonn.D.9.229, Iamb. Myst.10.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόγονος
-
62 αὐτογραμμή
αὐτο-γραμμή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογραμμή
-
63 αὐτόγραφος
αὐτό-γρᾰφος, ον,A written with one's own hand,ἐπιστολαί D.H. 5.7
, Plu.Sert.27;τὸ αὐ.
one's own writing,Id.
2.1115c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόγραφος
-
64 αὐτόγυος
A whose γύης is of one piece with the ἔλυμα and ἱστοβοεύς, not fitted together ([etym.] πηκτόν), Hes.Op. 433, A.R.3.232, 1285.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόγυος
-
65 αὐτογῆ
αὐτο-γῆ, ἡ,A ideal earth, archetype of earth, Plot.6.7.11, Herm. ap. Stob.3.11.31. -
66 αὐτοδαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδαής
-
67 αὐτοδάϊκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδάϊκτος
-
68 αὐτοδαίμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδαίμων
-
69 αὐτόδαιτος
αὐτό-δαιτος, ον, of a guest,A bringing his own share to a feast, Lyc.480.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδαιτος
-
70 αὐτοδακὴς
αὐτο-δακὴς μῆνις· μικρά, Hsch., cf. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδακὴς
-
71 αὐτοδεής
αὐτο-δεής, ές,A insufficient in itself, dub. in Corp.Herm.10.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδεής
-
72 αὐτόδειπνος
αὐτό-δειπνος, ον,A = αὐτόδαιτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδειπνος
-
73 αὐτόδεκα
A just ten, Th.5.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδεκα
-
74 αὐτοδεκάς
A the series 1, 2,.. 10, Plot.6.6.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδεκάς
-
75 αὐτόδερμος
αὐτό-δερμος, ον,A skin, bark and all, Hsch. s.v. αὐτόφλοιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδερμος
-
76 αὐτοδέσμητος
αὐτο-δέσμητος, ον,A = αὐτάγρευτος, Sch.Opp.H.4.449.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδέσμητος
-
77 αὐτοδεσποτεία
αὐτο-δεσποτεία, ἡ,A absolute rule, Procl. in Prm. p.736 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδεσποτεία
-
78 αὐτοδεσπότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδεσπότης
-
79 αὐτοδέσποτος
αὐτο-δέσποτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδέσποτος
-
80 αὐτόδετος
αὐτό-δετος, ον,A self-bound, Opp.C.2.376.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδετος
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)