-
21 αὐτόχροος
A with its own, natural colour, Plu.2.270f.2 of one and the same colour, ib.330a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόχροος
-
22 αὐτοαγαθόν
αὐτο-ᾰγᾰθόν, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαγαθόν
-
23 αὐτοαγαθός
A good in itself, Plot.1.8.13: esp. in neut.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαγαθός
-
24 αὐτοαγαθότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαγαθότης
-
25 αὐτοάδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοάδης
-
26 αὐτοαήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαήρ
-
27 αὐτοαληθές
αὐτο-ᾰληθές, τό,A the true-in-itself, Alex.Aphr. in Metaph.301.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαληθές
-
28 αὐτοάλφα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοάλφα
-
29 αὐτοάνθρωπος
αὐτο-άνθρωπος, ὁ,II a very man, of a statue, Luc.Philops.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοάνθρωπος
-
30 αὐτοάνισον
αὐτο-άνῐσον, τό,A inequality in the abstract, Alex.Aphr. in Metaph.809.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοάνισον
-
31 αὐτοανόσιον
αὐτο-ανόσιον, τό,A abstract impiety, Procl. in Prm. p.773S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοανόσιον
-
32 αὐτοαπειρία
αὐτο-απειρία, ἡ,A infinity itself, Id.Inst.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαπειρία
-
33 αὐτοάπειρος
αὐτο-άπειρος, ον,A infinite in itself, Plot.2.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοάπειρος
-
34 αὐτοαπλότης
A simplicity itself, of a person,ὁ βασιλεὺς τὸν τρόπον ἦν αὐ. Anon.
ap. Suid. s.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαπλότης
-
35 αὐτοαριθμός
αὐτο-ᾰριθμός, ὁ,A abstract number, Alex.Aphr. in Metaph.109.17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαριθμός
-
36 αὐτοαρχή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοαρχή
-
37 αὐτοβαφής
αὐτο-βᾰφής, ές,A self-dipped, Nonn. D.30.123.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβαφής
-
38 αὐτοβλάβη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβλάβη
-
39 αὐτοβλαβής
αὐτο-βλᾰβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβλαβής
-
40 αὐτοβοάω
A bear testimony of oneself, AB465, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοβοάω
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)