-
1 αὐτοδέσποτος
αὐτο-δέσποτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδέσποτος
См. также в других словарях:
φιλοδέσποτος — ον, Α 1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον η φιλοδεσποτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτο δέσποτος] … Dictionary of Greek
ομοδέσποτος — ὁμοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που έχει τον ίδιο δεσπότη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεσπότης (πρβλ. αυτο δέσποτος)] … Dictionary of Greek