-
1 αὐτό-κτιτος
αὐτό-κτιτος, durch sich selbst, von Natur, nicht durch Menschen entstanden, ἄντρα Aesch. Prom. 301.
-
2 αὐτόκτιτος
αὐτό-κτιτος, αὐτό-κτιστος, durch sich selbst, von Natur, nicht durch Menschen entstanden -
3 αὐτόκτιστος
αὐτό-κτιτος, αὐτό-κτιστος, durch sich selbst, von Natur, nicht durch Menschen entstanden -
4 αὐτόκτιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκτιτος
-
5 αυτοκτιτος
См. также в других словарях:
αυτόκτιτος — αὐτόκτιτος, ον (AM) αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κτιτος < κτίζω] … Dictionary of Greek