Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐτόκτιτος

См. также в других словарях:

  • αυτόκτιτος — αὐτόκτιτος, ον (AM) αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κτιτος < κτίζω] …   Dictionary of Greek

  • αὐτόκτιτ' — αὐτόκτιτα , αὐτόκτιτος self produced neut nom/voc/acc pl αὐτόκτιτε , αὐτόκτιτος self produced masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»