-
1 αυτοκτιτος
-
2 αὐτόκτιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκτιτος
-
3 αὐτόκτιτος
αὐτό-κτιτος, αὐτό-κτιστος, durch sich selbst, von Natur, nicht durch Menschen entstanden -
4 αυτόκτιτ'
αὐτόκτιτα, αὐτόκτιτοςself-produced: neut nom /voc /acc plαὐτόκτιτε, αὐτόκτιτοςself-produced: masc /fem voc sg -
5 αὐτόκτιτ'
αὐτόκτιτα, αὐτόκτιτοςself-produced: neut nom /voc /acc plαὐτόκτιτε, αὐτόκτιτοςself-produced: masc /fem voc sg -
6 Native
adj.Opposed to foreign: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, P. ἔνδημος, V. ἐγγενής, γενέθλιος.Living in a country: P. and V. ἐγχώριος, ἐπιχώριος, ἔντοπος (Plat.).According to your native customs: V. κατὰ νόμους τοὺς οἴκοθεν (Æsch., Supp. 390).——————subs.Citizen: P. and V. πολίτης, ὁ, ἀστός, ὁ.Inhabitant: P. and V. οἰκήτωρ, ὁ, οἰκητής, ὁ (Plat.); see Inhabitant.Be a native of v.: see Inhabit.Natives, indigenous inhabitants: P. and V. αὐτόχθονες, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Native
См. также в других словарях:
αυτόκτιτος — αὐτόκτιτος, ον (AM) αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κτιτος < κτίζω] … Dictionary of Greek
αὐτόκτιτ' — αὐτόκτιτα , αὐτόκτιτος self produced neut nom/voc/acc pl αὐτόκτιτε , αὐτόκτιτος self produced masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek