-
1 αὐτό-κριτος
αὐτό-κριτος, selbst gerichtet, Artemid. 4, 72.
-
2 αὐτο-κατά-κριτος
αὐτο-κατά-κριτος, durch sich selbst verurtheilt, N. T.
-
3 αὐτόκριτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόκριτος
-
4 αὐτόκριτος
-
5 αὐτοκατάκριτος
См. также в других словарях:
πολύκριτος — Επικός συγγραφέας από τη Σικελία, που έγραψε ένα μεγάλο ιστορικό έργο για τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, με τον τίτλο Τα περί Διονύσιον ή Σικελικά. Από το έργο αυτό σώζονται μερικά αποσπάσματα. * * * ον, Α αυτός που διακρίνεται σαφώς, ο… … Dictionary of Greek