1 αὐτο-κατά-κριτος
αὐτο-κατά-κριτος, durch sich selbst verurtheilt, N. T.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > αὐτο-κατά-κριτος
2 αὐτοκατάκριτος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > αὐτοκατάκριτος