-
1 αὐτο-χειρία
αὐτο-χειρία, ἡ, eigenhändige That, bes. Mord, Plat. Legg. IX, 872 b. Bei Xen. Hell. 6, 4, 35 der βουλή entgeggstzt. – Adv. αὐτοχειρίᾳ = αὐτοχειρί, διασπείρειν Her. 3, 13; κτείνειν 1, 140; io Dem. 59, 10. 25, 57; Phryn. B. A. 7 ἐπιῤῥηματικῶς, ταῖς αὐτοῦ χερσίν.
-
2 αὐτοχειρία
αὐτο-χειρία, ἡ,II mostly in dat. αὐτοχειρία, lon. -ίη, used adverbially, = αὐτοχειρί, mostly of slaughter,αὐ. κτείνειν Hdt.1.140
;ἀπολέσαι Id.3.74
, cf. 66: generally,αὐ. διελεῖν Id.1.123
;διασπείρειν Id.3.13
, cf. Ar.Fr.33 D.;λαβεῖν D.25.57
; καὶ αὐ. καὶ κελεύων καὶ ψήφῳ [κτείνειν] Democr. 260.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοχειρία
-
3 αὐτοχειρία
αὐτο-χειρία, eigenhändige Tat, bes. Mord -
4 αυτοχειρια
ἥ1) собственноручное действиеαὐτοχειρίᾳ Her., Dem. — собственноручно, лично
2) лично совершенное убийство Xen., Plat.
См. также в других словарях:
ολιγοχειρία — ὀλιγοχειρία, ἡ (Α) έλλειψη εργατικών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + χειρία (< χειρ < χείρ «χέρι»), πρβλ. αυτο χειρία] … Dictionary of Greek