-
1 αὐτοδεσποτεία
αὐτο-δεσποτεία, ἡ,A absolute rule, Procl. in Prm. p.736 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδεσποτεία
-
2 δεσπότης
δεσπότης, - ουGrammatical information: m.Meaning: `master (of the house), lord' (Pi.; on its absence in Homer [ δέσποινα Od.] s. Wackernagel Unt. 209 A. 1).Derivatives: δέσποινα `mistress of the house, lady' (Od.); δεσποινικός `in the service of the queen' ( PMasp. 88, 10, VIp); also δεσπότις `id.' (S.), rare δεσπότειρα (S. Fr. 1040), δεσπότρια (Sch. E. Hek. 397); on the feminin forms Fraenkel Nom. ag. 2, 27; on NGr. δεσποινίς Schwyzer 133. Rare dimin. δεσποτίσκος (E.), δεσποτίδιον (Aristaenet.). - Adj. δεσπόσυνος `beloning to the lord' (Tyrt., h. Cer.), with δεσποσύνη `lordship' (Hdt.); δεσπόσιος `id.' (A.), δεσποτικός (Pl.), δεσπότειος (Lyk.). - Denomin. δεσπόζω `be lord' (Ion.-Att.); δέσποσμα (Man.). δεσποτέω `id.', `obey a δ.' (A.). δεσποτεύω `id.' (LXX); δεσποτεία (Pl.).Etymology: Cf. Skt. dámpati- (also in two words pátir dán), Av. dǝng paitiš `lord'. In Greek it became a fixed compound, which for the i-stem (s. πόσις) became an ā-stem (after old examples, cf. Lat. agricola, ἀγκυλο-μήτης beside μῆτις; Schwyzer 451). δέσποινα from *δεσ-ποτ-νι̯α. - The first part, IE * dems- (from which Gr. δεσ-, Skt. dam-), is the genetive of a word for `house' (s. δόμος). - An old synonym is Lith. viẽšpats; s. οἶκος.Page in Frisk: 1,370-371Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεσπότης
См. также в других словарях:
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων … Dictionary of Greek
δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… … Dictionary of Greek
Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… … Dictionary of Greek