-
1 αυτοσχεδία
αὐτοσχεδίᾱ, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem nom /voc /acc dualαὐτοσχεδίᾱ, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————αὐτοσχεδίᾱͅ, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αυτοσχέδια
αὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc plαὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc pl -
3 αὐτοσχέδια
αὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc plαὐτοσχέδιοςhand to hand: neut nom /voc /acc pl -
4 αὐτοσχεδία
Βλ. λ. αυτοσχεδία -
5 αὐτοσχεδίᾳ
Βλ. λ. αυτοσχεδία -
6 αυτοσχεδιάσας
αὐτοσχεδιά̱σᾱς, αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem acc pl (doric)αὐτοσχεδιά̱σᾱς, αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem gen sg (doric)αὐτοσχεδιάσᾱς, αὐτοσχεδιάζωactaor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 αὐτοσχεδιάσας
αὐτοσχεδιά̱σᾱς, αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem acc pl (doric)αὐτοσχεδιά̱σᾱς, αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem gen sg (doric)αὐτοσχεδιάσᾱς, αὐτοσχεδιάζωactaor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 αυτοσχεδίας
αὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem acc plαὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 αὐτοσχεδίας
αὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem acc plαὐτοσχεδίᾱς, αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 αυτοσχεδιάσαι
αὐτοσχεδιά̱σᾱͅ, αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem dat sg (doric)αὐτοσχεδιάζωactaor inf actαὐτοσχεδιάσαῑ, αὐτοσχεδιάζωactaor opt act 3rd sg -
11 αὐτοσχεδιάσαι
αὐτοσχεδιά̱σᾱͅ, αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem dat sg (doric)αὐτοσχεδιάζωactaor inf actαὐτοσχεδιάσαῑ, αὐτοσχεδιάζωactaor opt act 3rd sg -
12 ἐπιτέμνω
A- τεμῶ Antyll.
(v. infr.): [tense] aor. ἐπέτᾰμον: —cut upon the surface, make an incision into, gash,τὸ ἔσω τῶν χειρῶν Hdt.3.8
, cf. 4.70 ;κατὰ μῆκος τὰς σάρκας Id.6.75
;φλέβα Hp.
Aër. 22 ;ἐ. τὴν σαυτοῦ κεφαλήν Aeschin.2.93
:—[voice] Med., ; κατά τι in a place, Thphr. HP1.8.4.2 make a further incision, opp. τέμνειν, Antyll. ap. Orib. 44.23.2.II cut short,τὰ λοιπὰ τῶν ἐπιχειρημάτων Arist.SE 174b29
;λέγοντα ἐ. τινά Plb.28.23.3
;τὰς προφάσεις Id.35.4.6
, cf. 5.58.3 ; prune, Thphr.HP6.6.6.2 abridge, shorten, epitomize a book, Plu. Art.11:—[voice] Med., Luc.Pr.Im.16:—[voice] Pass.,κεφαλαιωδέστατα -τετμημένα Epicur.Ep.1p.31U.
, cf. Phld.D. 3.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέμνω
См. также в других словарях:
αὐτοσχεδία — αὐτοσχεδίᾱ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem nom/voc/acc dual αὐτοσχεδίᾱ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίᾳ — αὐτοσχεδίᾱͅ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχέδια — αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάσας — αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem acc pl (doric) αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem gen sg (doric) αὐτοσχεδιάσᾱς , αὐτοσχεδιάζω act aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίας — αὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιος hand to hand fem acc pl αὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάσαι — αὐτοσχεδιά̱σᾱͅ , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem dat sg (doric) αὐτοσχεδιάζω act aor inf act αὐτοσχεδιάσαῑ , αὐτοσχεδιάζω act aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
ριμαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα 2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore] … Dictionary of Greek