Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐτοσχεδίᾳ

См. также в других словарях:

  • αὐτοσχεδία — αὐτοσχεδίᾱ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem nom/voc/acc dual αὐτοσχεδίᾱ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίᾳ — αὐτοσχεδίᾱͅ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχέδια — αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιάσας — αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem acc pl (doric) αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem gen sg (doric) αὐτοσχεδιάσᾱς , αὐτοσχεδιάζω act aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίας — αὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιος hand to hand fem acc pl αὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιάσαι — αὐτοσχεδιά̱σᾱͅ , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem dat sg (doric) αὐτοσχεδιάζω act aor inf act αὐτοσχεδιάσαῑ , αὐτοσχεδιάζω act aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ριμαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα 2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»