-
1 αυτοσχεδιος
2 и 31) сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т.е. без подготовки(τριήρης Arst.; λόγοι Plut.)
2) говорящий экспромтом(περί τι Plut.)
οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. — не умеющий импровизировать
См. также в других словарях:
αὐτοσχεδία — αὐτοσχεδίᾱ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem nom/voc/acc dual αὐτοσχεδίᾱ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίᾳ — αὐτοσχεδίᾱͅ , αὐτοσχέδιος hand to hand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχέδια — αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάσας — αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem acc pl (doric) αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem gen sg (doric) αὐτοσχεδιάσᾱς , αὐτοσχεδιάζω act aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίας — αὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιος hand to hand fem acc pl αὐτοσχεδίᾱς , αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάσαι — αὐτοσχεδιά̱σᾱͅ , αὐτοσχεδιάζω act fut part act fem dat sg (doric) αὐτοσχεδιάζω act aor inf act αὐτοσχεδιάσαῑ , αὐτοσχεδιάζω act aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
ριμαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα 2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore] … Dictionary of Greek