-
1 αυτοπώλης
-
2 αὐτοπώλης
-
3 αὐτοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπώλης
-
4 αυτοπωλών
-
5 αὐτοπωλῶν
-
6 αυτοπώλαι
-
7 αὐτοπῶλαι
-
8 αυτοπώλην
-
9 αὐτοπώλην
-
10 αυτοπώλου
-
11 αὐτοπώλου
-
12 αὐτοπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπωλικός
-
13 κάπηλος
A retail-dealer, huckster, Hdt. 1.94, 2.141, Sophr.1, etc.; opp. ἔμπορος, Lys.22.21, X.Cyr.4.5.42, Pl.R. 371d, Prt. 314a; also opp. the producer ([etym.] αὐτοπώλης), Id.Sph. 231d, Plt. 260c; applied to Darius, Hdt.3.89; κ. ἀσπίδων, ὅπλων, a dealer in.., Ar. Pax 447, 1209.2 esp. tavern-keeper, Ar.Th. 347, Lys.Fr.1, PMagd.26.2 (iii B.C.), PTeb. 612(i/ii A. D.), Luc.Herm.58, etc.3 metaph., κ. πονηρίας dealer in pettyroguery, D.25.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπηλος
См. также в других словарях:
αυτοπώλης — αὐτοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλά ο ίδιος τα δικά του προϊόντα … Dictionary of Greek
αὐτοπώλης — selling one s own products masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπωλῶν — αὐτοπώλης selling one s own products masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπῶλαι — αὐτοπώλης selling one s own products masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπώλην — αὐτοπώλης selling one s own products masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπώλου — αὐτοπώλης selling one s own products masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπωλικός — αὐτοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτοπώλης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτοπωλική το επαγγελμα του αυτοπώλη … Dictionary of Greek