-
1 αυτοληκυθος
См. также в других словарях:
αυτολήκυθος — αὐτολήκυθος, ο (Α) 1. αυτός που μεταφέρει μόνος του τη λήκυθο, που δεν έχει δούλο 2. συνεκδ. υπερβολικά φτωχός, άθλιος 3. κόλακας, παράσιτο … Dictionary of Greek
αὐτολήκυθος — one who carries his own oil flask masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθοις — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθου — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθους — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθων — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτολήκυθοι — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek