-
1 αυτολήκυθος
-
2 αὐτολήκυθος
-
3 αὐτολήκυθος
αὐτο-λήκῠθος, ὁ,A one who carries his own oil-flask, one who has no slave to do so: hence, wretchedly poor, Antiph.16, Men.105; αὐ., οἱ, 'the Beggars', name of a club, D.54.14.II flatterer, parasite, Luc.Lex.10, Plu.2.50c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτολήκυθος
-
4 αυτοληκύθοις
-
5 αὐτοληκύθοις
-
6 αυτοληκύθου
-
7 αὐτοληκύθου
-
8 αυτοληκύθους
-
9 αὐτοληκύθους
-
10 αυτοληκύθων
-
11 αὐτοληκύθων
-
12 αυτολήκυθοι
-
13 αὐτολήκυθοι
-
14 μονολήκυθος
μονο-λήκῠθος, ον,A = αὐτολήκυθος 11, Posidipp. ap. Ath.10.414e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονολήκυθος
См. также в других словарях:
αυτολήκυθος — αὐτολήκυθος, ο (Α) 1. αυτός που μεταφέρει μόνος του τη λήκυθο, που δεν έχει δούλο 2. συνεκδ. υπερβολικά φτωχός, άθλιος 3. κόλακας, παράσιτο … Dictionary of Greek
αὐτολήκυθος — one who carries his own oil flask masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθοις — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθου — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθους — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοληκύθων — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτολήκυθοι — αὐτολήκυθος one who carries his own oil flask masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek