Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐτοκάβδαλοι

См. также в других словарях:

  • αὐτοκάβδαλοι — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκάβδαλος — αὐτοκάβδαλος, ον (Α) 1. αυτός που έγινε πρόχειρα ή απρόσεκτα 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ αὐτοκάβδαλοι βωμολόχοι ηθοποιοί που απαγγέλλουν αυτοσχεδιάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»