-
1 αυτοδίδακτος
-
2 αὐτοδίδακτος
-
3 αὐτοδίδακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδίδακτος
-
4 αὐτοδίδακτος
αὐτο - δίδακτος ( διδάσκω): selftaught, epith. of the inspired bard, Od. 22.347†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὐτοδίδακτος
-
5 αυτοδιδάκτως
-
6 αὐτοδιδάκτως
-
7 αυτοδίδακτον
αὐτοδίδακτοςself-taught: masc /fem acc sgαὐτοδίδακτοςself-taught: neut nom /voc /acc sg -
8 αὐτοδίδακτον
αὐτοδίδακτοςself-taught: masc /fem acc sgαὐτοδίδακτοςself-taught: neut nom /voc /acc sg -
9 αυτοδιδάκτοις
-
10 αὐτοδιδάκτοις
-
11 αυτοδιδάκτου
-
12 αὐτοδιδάκτου
-
13 αυτοδιδάκτους
-
14 αὐτοδιδάκτους
-
15 αυτοδιδάκτω
-
16 αὐτοδιδάκτῳ
-
17 αυτοδίδακτα
-
18 αὐτοδίδακτα
-
19 αυτοδίδακτε
-
20 αὐτοδίδακτε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐτοδίδακτος — self taught masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοδίδακτος — και χτος, η, ο (AM αὐτοδίδακτος, ον) αυτός που έμαθε κάτι μόνος του αρχ. έμφυτος, ενστικτώδης … Dictionary of Greek
Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτοδιδάκτως — αὐτοδίδακτος self taught adverbial αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτον — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc sg αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτοις — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτου — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτους — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτῳ — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτα — αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτε — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)