Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐτοδίδακτος

См. также в других словарях:

  • αὐτοδίδακτος — self taught masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοδίδακτος — και χτος, η, ο (AM αὐτοδίδακτος, ον) αυτός που έμαθε κάτι μόνος του αρχ. έμφυτος, ενστικτώδης …   Dictionary of Greek

  • Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αὐτοδιδάκτως — αὐτοδίδακτος self taught adverbial αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδίδακτον — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc sg αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδιδάκτοις — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδιδάκτου — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδιδάκτους — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδιδάκτῳ — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδίδακτα — αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοδίδακτε — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»