-
1 αυτερέτης
-
2 αὐτερέτης
-
3 αυτερετης
-
4 αὐτερέτης
A one who rows himself, i.e. rower and soldier at once,αὐ. καὶ μάχιμοι Th.1.10
, cf. 3.18, 6.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτερέτης
-
5 αὐτερέτης
αὐτ-ερέτης, Selbstruderer; Matrosen, die Ruderer u. Soldaten zugleich sind -
6 αυτερέται
αὐτερέτηςone who rows himself: masc nom /voc plαὐτερέτᾱͅ, αὐτερέτηςone who rows himself: masc dat sg (doric aeolic) -
7 αὐτερέται
αὐτερέτηςone who rows himself: masc nom /voc plαὐτερέτᾱͅ, αὐτερέτηςone who rows himself: masc dat sg (doric aeolic) -
8 αυτερέταις
-
9 αὐτερέταις
-
10 περίνεως
A supernumerary or to spare in a ship,κῶπαι περίνεῳ IG22.1607.9
, 19, al.; π. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ.. τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη, Hsch., cf. Phot.; of persons, supercargo, passenger, opp. πρόσκωπος, Th.1.10 ; opp. ναύτης, Ael.NA2.15, Anon. ap. Suid.; opp. αὐτερέτης, Procop.Vand.1.11, cf. Philostr.VA6.12, Phot.; but, marines, opp. τριηρῖται, D.C.49.1 : in sg., petty officer, gen. -νέου Artem.1.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίνεως
См. также в других словарях:
αυτερέτης — αὐτερέτης, ο (Α) [ερέτης] 1. κωπηλάτης και στρατιώτης ταυτόχρονα 2. αυτός που τραβάει μόνος του κουπί στη βάρκα του … Dictionary of Greek
αὐτερέτης — one who rows himself masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτερέται — αὐτερέτης one who rows himself masc nom/voc pl αὐτερέτᾱͅ , αὐτερέτης one who rows himself masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτερέταις — αὐτερέτης one who rows himself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek