-
1 αυτερετης
См. также в других словарях:
αυτερέτης — αὐτερέτης, ο (Α) [ερέτης] 1. κωπηλάτης και στρατιώτης ταυτόχρονα 2. αυτός που τραβάει μόνος του κουπί στη βάρκα του … Dictionary of Greek
αὐτερέτης — one who rows himself masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτερέται — αὐτερέτης one who rows himself masc nom/voc pl αὐτερέτᾱͅ , αὐτερέτης one who rows himself masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτερέταις — αὐτερέτης one who rows himself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek