Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αὐτερέτης

См. также в других словарях:

  • αυτερέτης — αὐτερέτης, ο (Α) [ερέτης] 1. κωπηλάτης και στρατιώτης ταυτόχρονα 2. αυτός που τραβάει μόνος του κουπί στη βάρκα του …   Dictionary of Greek

  • αὐτερέτης — one who rows himself masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτερέται — αὐτερέτης one who rows himself masc nom/voc pl αὐτερέτᾱͅ , αὐτερέτης one who rows himself masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτερέταις — αὐτερέτης one who rows himself masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»