-
1 αὐλωνίσκος
αὐλωνίσκος, ὁ, dim. zu αὐλών, Theophr.
-
2 αὐλωνίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλωνίσκος
-
3 αυλωνίσκω
-
4 αὐλωνίσκῳ
См. также в других словарях:
αὐλωνίσκῳ — αὐλωνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)