-
1 αὐλωνίσκος
αὐλωνίσκος, ὁ, dim. zu αὐλών, Theophr.
См. также в других словарях:
αὐλωνίσκῳ — αὐλωνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αὐλωνίσκος
αὐλωνίσκος, ὁ, dim. zu αὐλών, Theophr.
αὐλωνίσκῳ — αὐλωνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)