Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

αἶρα

См. также в других словарях:

  • αἴρα — αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc/acc dual αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴρᾳ — αἴρᾱͅ , αἶρα hammer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… …   Dictionary of Greek

  • αἴρας — αἴρᾱς , αἶρα hammer fem acc pl αἴρᾱς , αἶρα hammer fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰράων — αἰρά̱ων , αἶρα hammer fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴραν — αἴρᾱν , αἶρα hammer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰρέων — αἶρα hammer fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰρῶν — αἶρα hammer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴραις — αἶρα hammer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴρης — αἶρα hammer fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»