-
1 αἶρα
-
2 αἴρα
-
3 aera [1]
1. aera, ae, f. (αιρα), ein Unkraut im Getreide, Lolch, Trespe (Lolium temulentum, L.), Plin. 18, 155 sq.
-
4 ζιζάνιον
-
5 θύαρος
-
6 αἰρικός
-
7 αἰρ-ώδης
-
8 ἀ-λέγω
ἀ-λέγω (ἀ copulat. u. λέγω) nur praes. u. impf., eigtl. hinzuzählen, ἔν τισιν ἀλέγεσϑαι Pind. Ol. 2, 86, Schol. συγκαταλέγονται; gew. von Hom. an bei Dichtern: sorgsam sein, Od. 9, 115 οὐδ' ἀλλήλων ἀλέγουσιν, sie bekümmern sich nicht um einander, 9, 275 οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ἀλέγουσιν οὐδὲ ϑεῶν, 20, 214 οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν; – Iliad. 8, 483 οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω; – Iliad. 16. 888 ϑεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες; – absolut οὐκ ἀλέγω Iliad. 11, 389, ὅ τις οὐκ ἀλέγει Od. 1 6, 307, ἔγωγε οὐκ ἀλέγω Od. 17, 390, δμωάς, κύνας οὐκ ἀλεγούσας 19, 154; – ohne Negation Iliad. 9, 504 λιταί, αἵῥά τε καὶ μετόπισϑ' ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι; – Od. 6, 268 ἔνϑα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσιν; – Hes. O. 249; Pind. I. 7, 46 Ol. 10, 15; Aeschyl. Suppl. 733; Call. Dian. 30; Theocr. 26, 27; 15, 95 μὴ ἀπομάξῃς; Apoll. Rh. 2, 634 ὑπέρ τινος.
-
9 ἐξ-αιρόομαι
ἐξ-αιρόομαι, zu Lolch oder Trespe (αἶρα) werden, Theophr.
-
10 aera
1. aera, ae, f. (αιρα), ein Unkraut im Getreide, Lolch, Trespe (Lolium temulentum, L.), Plin. 18, 155 sq.————————2. aera, ae, f. (aes), spätlat., I) als mathem. t.t.: a) die einzelne gegebene Zahl, der Posten einer Rechnung (klass. der Plur. aera, s. aes no. II, B, 3), Sext. Ruf. brev. 1, 1. – b) die gegebene Zahl, von der eine Rechnung ausgeht, Agrimens. bei Salmas. Exerc. Plin. T. 1. p. 483 (Trai. ad Rhen. 1698). – II) als chronol. t.t., die Ära, der Zeitabschnitt, die Epoche, von der man in der Zeitrechnung ausgeht (griech. εποχή), Isid. 5, 36, 4. -
11 ἐξαιρόομαι
ἐξ-αιρόομαι, zu Lolch oder Trespe (αἶρα) werden
См. также в других словарях:
αἴρα — αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc/acc dual αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴρᾳ — αἴρᾱͅ , αἶρα hammer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek
αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… … Dictionary of Greek
αἴρας — αἴρᾱς , αἶρα hammer fem acc pl αἴρᾱς , αἶρα hammer fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰράων — αἰρά̱ων , αἶρα hammer fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴραν — αἴρᾱν , αἶρα hammer fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰρέων — αἶρα hammer fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰρῶν — αἶρα hammer fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴραις — αἶρα hammer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴρης — αἶρα hammer fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)