Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αἴνῳ

  • 1 praise

    [preiz] 1. verb
    1) (to express admiration or approval of; to commend: He praised her singing.) επαινώ,εκθειάζω,παινεύω
    2) (to glorify (God) by singing hymns etc: Praise the Lord!) αινώ,δοξάζω
    2. noun
    (the expression of approval or honour: He has received a lot of praise for his musical skill.) έπαινος

    English-Greek dictionary > praise

  • 2 хвалить

    [χβαλίτ'] ρ. «αινώ

    Русско-греческий новый словарь > хвалить

  • 3 хвалить

    [χβαλίτ'] ρ «αινώ

    Русско-эллинский словарь > хвалить

  • 4 богатеть

    ρ.δ.
    πλουτίζω, -αίνω.

    Большой русско-греческий словарь > богатеть

  • 5 выгладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выглаженный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. εκλει-αίνω, ομαλύνω, ισιάζω.
    2. σιδερώνω (ύφασμα).
    1. εκλειαίνομαι, ομαλύνομαι.
    2. σιδερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выгладить

  • 6 зажиреть

    ρ.σ. παχαίνω•

    корова -ла η αγελάδα πάχυνε.

    || μτφ. (απλ.) πλουτίζω, -αίνω.

    Большой русско-греческий словарь > зажиреть

  • 7 зарекомендовать

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -дованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. συνιστώ, συστήνω, -αίνω, παρουσιάζω• δίνω ενδείξεις.

    Большой русско-греческий словарь > зарекомендовать

  • 8 развить

    разовью, разовьшь, παρλθ. χρ. развил
    -ла, -ло, προστκ. развей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развитый, βρ: -вит, -а, -о κ. развит
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ξεστριβω, ξεκλώθω• ξεπλέκω•

    развить вервку ξεπλέκω (ξεκλώθω) την τριχιά.

    2. αναπτύσσω, προάγω, καλλιεργώ•

    развить голос καλλιεργώ τη φωνή•

    развить память αναπτύσσω τη μνήμη•

    развить интерес к музыке αναπτύσσω το ενδιαφέρο για τη μουσική.

    3. Λνΐ,αινω, μεγαλώνω•

    развить машиностроение αναπτύσσω τη μηχανοκατασκευή•

    развить творческую деятельность αναπτύσσω τη δημιουργική δραστηριότητα•

    развить скорость αναπτύσσω ταχύτητα.

    4. μορφώνω, ανεβάζω το πνευματικό, πολιτιστικό επίπεδο• εκσυγχρονίζω.
    5. προάγω, βαθαίνω, πλαταίνω, δίνω βάθος (στο περιεχόμενο).
    1. ξετυλίγομαι, ξεστρίβομαι, ξε-κλώθομαι• ξεπλέκομαι.
    2. αναπτύσσομαι• μεγαλώνω, αυξαίνομαι, μεγενθύνομαι• ωριμάζω•
    3. μορφώνομαι, εξελίσσομαι, εκπολιτ ίζομαι εκ-συγχρον ίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > развить

  • 9 тяготить

    -гощу, -готишь
    ρ.δ.
    1. βαρύνω, -αίνω•

    снег -ит кровлю το χιόνι βαραίνει τη στέγη.

    || εμποδίζω, δυσχεραίνω, δεν είμαι βολικός.
    2. μτφ. καταπονώ, ενοχλώ•

    его -ят заботы τον βαρύνουν οι φροντίδες•

    одиночество -ло её η μοναξιά την βάρυνε.

    || βασανίζω, τυραννώ• κατατρύχω, τρώγω•

    его -ит преступление τον κατατρύχει το έγκλημα.

    με βαρύνει, μου είναι βάρος, με κατατρύχει, με τρώει•

    тяготить одиночеством με τρώει η μοναξιά•

    тяготить службой βαριέμαι την υπηρεσία.

    Большой русско-греческий словарь > тяготить

  • 10 тягчить

    -чу, -чишь
    ρ.δ.μ. βαρύνω, -αίνω, θλίβω• πιέζω• στενοχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > тягчить

  • 11 углубить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. углубленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. βαθύνω, -αίνω, εμβαθύνω•

    углубить вспашку βαθαίνω το όργωμα•

    углубить канаву βαθαίνω το χαντάκι.

    2. μτφ. εισχωρώ βαθιά στο νόημα..
    3. χώνω, μπήγω βαθιά• βυθίζω•

    углубить сваю μπήγω βαθιά τον πάσσαλο.

    1. βαθύνω, -ομαι, εμβα-θύνομαι.
    2. μτφ. οξύνομαι•

    кризис -лся η κρίση βάθυνε πιο πολύ.

    3. βυθίζομαι, ποντίζομαι• βουτώ. || μτφ. αφοσιώνομαι πλήρως, προσηλώνομαι, απορροφούμαι•

    углубить в воспоминания βυθίζομαι στις αναμνήσεις•

    углубить в себя αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου).

    Большой русско-греческий словарь > углубить

  • 12 утучнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утучнённый, βρ: -нён, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. παχύνω, -αίνω.
    2. λιπαίνω, φουσκίζω.
    λιπαίνομαι, φούσκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > утучнить

  • 13 шлифовать

    -фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шлифованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω•

    шлифовать дерево стеклянной шкурой λει,αίνω το ξύλο με γυαλόχαρτο.

    2. τελειοποιώ εξιδανικεύω• δουλεύω, λαξεύω• χτενίζω•

    шлифовать свой стиль τελειοποιώ το στυλ μου.

    1. λειαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιδέχομαι λείανση.

    Большой русско-греческий словарь > шлифовать

  • 14 Hospitality

    subs.
    P. and V. ξένια, τά.
    Entertaining: V. ξένισις, ἡ, ξενισμός, ὁ.
    Welcome: P. and V. ποδοχή, ἡ.
    Gifts from one's host: P. and V. ξένια, τά.
    Treat with hospitality, v. trans.: P. and V. δέχεσθαι, ξενίζειν (Dem. 414), ξενοδοκεῖν (absol.) (Plat.), Ar. and P. ποδέχεσθαι, V. ξενοῦσθαι (mid.).
    Rights of hospitality, subs.: P. and V. ξενία, ἡ (Eur., Rhes. 842).
    Zeus who presides over hospitalities: V. Ζεὺς ξένιος.
    They gave me hospitality at a table set apart: V. ξένια μονοτράπεζά μοι πάρεσχον (Eur., I.T. 949).
    I commend the hospitality of this man's houce: V. αἰνῶ μὲν οὖν τοῦδʼ ἀνδρὸς ἐσδοχὰς δόμων (Eur., El. 396).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hospitality

  • 15 Welcome

    v. trans.
    Greet: P. and V. ἀσπάζεσθαι, δεξιοῦσθαι, P. φιλοφρονεῖσθαι (Plat.); see Greet.
    I bid the herald welcome: V. χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω (Soph., Trach. 227).
    Accept: see Accept.
    Treat hospitably: P. and V. δέχεσθαι, προσδέχεσθαι, ξενίζειν, ξενοδοκεῖν (Plat.) (absol.), Ar. and P. ποδέχεσθαι, V. ξενοῦσθαι.
    Welcome back: P. καταδέχεσθαι.
    Welcome (things), receive gladly: P. and V. ἀσπάζεσθαι.
    ——————
    interj.
    P. and V. χαῖρε.
    ——————
    subs.
    Reception: P. and V. ποδοχή, ἡ, V. προσδέγματα, τά.
    I accept with thanks this man's welcome to his home: V. αἰνῶ μὲν οὖν τοῦδʼ ἀνδρὸς ἐσδοχὰς δόμων (Eur., El. 396).
    Good-will: P. and V. εὔνοια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ (Plat.).
    ——————
    adj.
    Acceptable: P. and V. ἡδύς, ρεστός, V. φλος; see Acceptable.
    Longed for: P. and V. ποθεινός.
    Welcome to me came the renowned son of Zeus and Alcmena: V. ἀσμένῃ δέ μοι ὁ κλεινὸς ἦλθε Ζηνὸς Ἀλκμήνης τε παῖς (Soph., Trach. 18).
    I am surprised that my arrival is not welcome to you: P. θαυμάζω... εἰ μὴ ἀσμένοις ὑμῖν ἀφῖγμαι (Thuc. 4, 85).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Welcome

См. также в других словарях:

  • αίνω — αἵνω (Α) κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis winpjan που σημαίνουν επίσης… …   Dictionary of Greek

  • αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

  • -αίνω — (ΑΝ) Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ρημάτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας με μεγάλη παραγωγική δύναμη στην αρχαία ιδίως, αλλά και στη νέα …   Dictionary of Greek

  • αἰνῶ — αἰνέω tell pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰνέω tell pres ind act 1st sg (attic epic doric) αἰνός dread masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνῷ — αἰνός dread masc/neut dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴνω — Αἶνος tale masc nom/voc/acc dual Αἶνος tale masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴνω — αἴ̱νω , αἶνος tale masc nom/voc/acc dual (epic ionic) αἴ̱νω , αἶνος tale masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴνῳ — Αἶνος tale masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴνῳ — αἴ̱νῳ , αἶνος tale masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»