-
1 αίνησα
-
2 αἴνησα
-
3 αἰνέω
αἰνέω (αἰνέω, -εῖ, -έοντι codd.: αἴνει; αἰνέων; αἰνεῖν: fut. αἰνέσω; αἰνήσειν: aor. αἴνησα, -εν, -αν; opt. αἰνήσαις; αἰνῆσαι: med. αἰνεῖσθαι codd.)a praiseαἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν O. 9.14
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οῖνον O. 9.48
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.140 [ αἰνέοντι codd.: ἐπαινέοντι Byz. P. 5.107]κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95
αὐτὸν μὰνσεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.72
ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29
οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι N. 4.93
[ ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι (codd. contra metr.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι coni. Mingarelli: ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι Schroeder.) N. 11.17] τὸναἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα fr. 81 ad Δ. 2. ἄλλα δἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. esp. of Pindar's own hymn,νιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14
ἄνδρα παρ' Ἀλφείῳ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα O. 7.16
παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου αἴνησα O. 10.100
ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν P. 1.43
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.63
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
add. inf.,αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59
b approve ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός agreed to P. 3.13 τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ, μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε, εὐανθἔ ἀπεπνεύσας ἁλικίαν (ζηλῶν Σ. emulating) I. 7.32c frag. άινειτ[ P. Oxy. 2447. fr. 13. -
4 αινεω
(impf. ᾔνεον, ᾔνουν - ион. αἴνεον; fut. αἰνήσω и αἰνέσω; aor. ᾔνεσα - эп. ᾔνησα, дор. αἴνησα, ион. αἴνεσα)1) говорить, высказывать(τι Aesch., Soph.)
2) хвалить, одобрять(τινα и τι Hom., Her., Plat.; ὑπό τινος αἰνεθείς Her.; ἐπ΄ ἔργμασι ἐσθλοῖς αἰνεῖσθαι Theocr.)
3) предлагать, предписывать, требоватьεἰ κ΄ αἰνήσωσι Διὸς θέμιστες Hom. — если таковы веления Зевса;
αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε Aesch. — я приказываю это (тебе), и ты за это будешь в ответе4) давать согласие, обещать Eur.ἀ δ΄ ᾔνεσάς μοι Soph. — то, что ты обещал мне;
ἰόντα τινἀ αἰ. ἑκ δόμων Aesch. — разрешить кому-л. покинуть дом5) подчиняться, покоряться, послушно принимать(τι Pind.)
πράξας γὰρ ἐν σοὴ πανταχῆ τάδ΄ αἰνεσω Aesch. — всему, что ты ни сделаешь, я покоряюсь;θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι Eur. — примириться с рабской пищей6) вежливо отклонятьνῆ΄ ὀλίγην αἰ., μεγάλῃ δ΄ ἐνὴ φορτία θέσθαι Hes. — отклонять с благодарностью маленькое судно и грузить свои грузы на большое
-
5 αινήσας
-
6 αἰνήσας
-
7 αινήσασα
-
8 αἰνήσασα
-
9 κίρναμι
κίρναμι (κίρνᾰμεν; κιρνᾰμεν: med. & pass. κίρνᾰται; κιρνᾰμένα: pf. κέκρᾶται; κεκρᾶμένον m., n. acc., - ᾶμέν(α) n. acc. codd.)1 blend of liquids.a deriving from the metaphor of a mixing-bowl of song, presented by the poet to the victor. ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι, κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει πόμ ἀοίδιμον i. e. foam from blending N. 3.78 μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων (Tric.: κιρνάμεναι codd.) I. 5.25θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ I. 6.3
ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181.*b of blood. ] ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι (ἐν del. Heringa: κεκραμένον Zuntz: κεκραμένα ἐν codd.) fr. 111. 1. met. συμβαλεῖν μὲν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος i. e. blood blended by descent from the Spartan Peisandros and the Theban Melanippos N. 11.36c pf. pass. met., be associated with ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου αἴνησα ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον endowed with O. 10.104 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ affect P. 10.41 -
10 αἰνέω
A , [dialect] Ion.αἴνεον Hdt.3.73
: [tense] fut.αἰνήσω Od.16.380
, Thgn.1080, Pi.N.1.72; in [dialect] Att. Poets always αἰνέσω, as in Pi.N.7.63, Semon.7.112: [tense] aor.ᾔνησα Hom.
, opt.αἰνήσειε Simon.57.1
; [dialect] Dor.αἴνησα Pi.P.3.13
; in [dialect] Att. always ᾔνεσα, [dialect] Ion.αἴνεσα Hdt.5.113
: [tense] pf. ᾔνεκα ([etym.] ἐπ-) Isoc.12.207:— [voice] Med., [tense] fut. αἰνέσομαι (only in compds. ἐπ-, παρ-):—[voice] Pass., [tense] aor. part.αἰνεθείς Hdt.5.102
: [tense] pf. ᾔνημαι ([etym.] ἐπ-) Hp.Acut.51, Isoc.12.233.—Poet. and [dialect] Ion. Verb, very rare in good [dialect] Att. Prose (Pl.R. 404d, Lg. 952c), ἐπαινέω being used instead:—properly, tell, speak of, A.Ag.98, 1482 (both lyr.), Ch. 192; σε κρηγύην αἰνεῖ reports of you as honest, Herod. 4.47.II usu. praise, approve, opp. νεικέω, ψέγω, Il.10.249, Thgn. 612, etc.;ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις Arist.Fr. 673
:— [voice] Pass.,ὑπὸ Σιμωνίδεω αἰνεθείς Hdt.5.102
;ἐπ' ἔργμασιν ἐσθλοῖς Theoc. 16.15
.b esp. in religious sense, glorify God, LXX 1 Ch.16.4, Ev.Luc.2.13, PMag.Par.1.1146, al.:—also c. dat., τῷ κυρίῳ, τῷ θεῷ, LXX 1 Ch.16.36, Apoc.19.5.2 approve, advise, recommend Od. 16.380, 403: c. inf., recommend to do a thing, euphem. for κελεύω, A.Ch. 555, 715 : c. part., αἰνεῖν ἰόντα to commend one's going, Id.Pers. 643:— ὦ δεινὸν αἶνον αἰνέσας giver of dire counsel, S.Ph. 1380:— c. acc. rei, to be content with, acquiesce in,γάμον Pi.P.3.13
, cf. N.1.72, A.Eu. 469, Supp. 902, 1070 (lyr.), E.Med. 1157;θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι Id.Alc.2
.3 praise, with collateral sense, decline courteously,νῇ ὀλίγην αἰνεῖν, μεγάλῃ δ' ἐνὶ φορτία θέσθαι Hes.Op. 643
(cf. Plu. 2.22f), cf. S.Fr. 109; but, thank, cj.in E.Supp. 388.4 abs., approve,ὁ δᾶμος αἰνεῖ IG9(1).119
([dialect] Locr.).
См. также в других словарях:
αἴνησα — αἰνέω tell aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνήσας — αἰνήσᾱς , αἰνέω tell aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνήσασα — αἰνήσᾱσα , αἰνέω tell aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)