Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αἴθριος

  • 1 ušlechtilý

    αίθριος

    Česká-řecký slovník > ušlechtilý

  • 2 засветлеть

    -еет
    ρ.σ.
    1. λάμπω, καθαρολάμιτω.
    2. αρχίζω να γίνομαι αίθριος•

    небо -ло ο ουρανός έγινε αίθριος.

    || απρόσ. φωτίζω•

    неожиданно -ло ξαφνικά φώτισε.

    Большой русско-греческий словарь > засветлеть

  • 3 ясный

    επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.
    1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    ясный свет λαμπερό φως.

    || στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. αίθριος, ξάστερος•

    -ое небо αίθριος ουρανός•

    -ая погода ξαστεριά.

    || διαυγής, διαφανής, καθαρός•

    ясный воздух καθαρός αέρας.

    3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•

    -ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.

    4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•

    -ая дикция καθαρή προφορά•

    ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.

    || πειστικός•

    -ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.

    || σαφής•

    ясный ответ σαφής απάντηση•

    -ое понятие σαφής έννοια.

    5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•

    -ое намерение φανερή πρόθεση.

    εκφρ.
    - ое дело – φανερή υπόθεση•
    ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•
    ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•
    яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα.

    Большой русско-греческий словарь > ясный

  • 4 безоблачный

    безоблачный
    прил αίθριος / ἀνέφελος, ξάστερος (тж. перен).

    Русско-новогреческий словарь > безоблачный

  • 5 погожий

    погожий
    прил καλός (хороший) / αίθριος, καθαρός (ясный):
    \погожий денек ἡ καλή μέρα.

    Русско-новогреческий словарь > погожий

  • 6 ясно

    ясно
    1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:
    \ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·
    2. предик безл (понятно):
    \ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·
    3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·
    4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια

    Русско-новогреческий словарь > ясно

  • 7 ясный

    ясн||ый
    прил διαυγής, ὁλοκάθαρος/ σαφής, εὐκρινής (отчетливый)/ ήρεμος, γαλήνιος (спокойный, чистый)/ καταφανής, φανερός (очевидный)/ αίθριος, ἀνέφελος^ο погоде, о небе):
    \ясныйый взгляд τό ήρεμο βλέμμα· \ясныйое лицо τό γαλήνιο πρόσωπο· \ясныйый почерк ὁ εὐκρινής χαρακτήρας· \ясныйая цель ὁ ξεκάθαρος σκοπός· \ясныйый ум διαυγής σκέψη· нметь \ясныйое представление о чем-л. ἔχω σαφή ἀντίληψη γιά κάτι· \ясныйое намерение ἡ καταφανής πρόθεση· ◊ \ясныйое дело φυσικά, βέβαια· как гром среди́ ясного неба ἐντελώς ἀπρόοπτα, ξαφνικά, σάν μπόμπα.

    Русско-новогреческий словарь > ясный

  • 8 fair

    I [feə] adjective
    1) (light-coloured; with light-coloured hair and skin: fair hair; Scandinavian people are often fair.) ξανθός
    2) (just; not favouring one side: a fair test.) δίκαιος
    3) ((of weather) fine; without rain: a fair afternoon.) ωραίος,αίθριος
    4) (quite good; neither bad nor good: Her work is only fair.) καλούτσικος
    5) (quite big, long etc: a fair size.) ικανοποιητικός
    6) (beautiful: a fair maiden.) όμορφος
    - fairly
    - fair play
    II [feə] noun
    1) (a collection of entertainments that travels from town to town: She won a large doll at the fair.) λούνα παρκ
    2) (a large market held at fixed times: A fair is held here every spring.) εμποροπανήγυρη, παζάρι
    3) (an exhibition of goods from different countries, firms etc: a trade fair.) εμπορική έκθεση

    English-Greek dictionary > fair

  • 9 ясный

    [γιάσνυΐ] εκ. ευκρινής, γαλήνιος, αίθριος

    Русско-греческий новый словарь > ясный

  • 10 ясный

    [γιάσνυϊ] επ ευκρινής, γαλήνιος, αίθριος

    Русско-эллинский словарь > ясный

  • 11 безоблачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    ανέφελος, ασυννέφιαστος, ξάστερος, αίθριος. || μτφ. αδιατάραχος, γαλήνιος•

    -ая жизнь ανέφελη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > безоблачный

  • 12 ведренный

    (παλ. κ. απλ.) ξάστερος, αίθριος•

    ведренный день αίθρια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > ведренный

  • 13 просветлить

    -ли, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просветленный, βρ: -лен, -лена, -лено, ρ.σ.μ.
    1. κάνω κάτι αίθριο, φωτεινό, λαγαρό, διαυγές•

    просветлить житкость при помощи реактива λαγαρίζω το υγρό με αντιδραστήριο.

    2. μτφ. ξεκαθαρίζω, διαφωτίζω, ξεδιαλύνω. || χαροποιώ, αγαλιάζω, ευφραίνω•

    душа -лена η ψυχή ευφράνθηκε.

    γίνομαι διαυγής, αίθριος, αιθριάζω, λαγαρίζω. || μτφ. παλ. φωτίζομαι•

    ум -лся το πνεύμα (ο νους) φωτίστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > просветлить

  • 14 разведрить

    -рит
    ρ.σ. απρόσ. (παλ. κ. απλ)• αιθριάζω, γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω.
    αιθριάζω, ξαστερώνω•

    погода -лась ο καιρός έγινε αίθρ ιος.

    Большой русско-греческий словарь > разведрить

  • 15 солнечный

    επ.
    1. ηλιακός•

    -ая погода ηλιοφάνεια•

    -ая система ηλιακό σύστημα•

    солнечный свет ηλιακό φως•

    -ая энергия ηλιακή ενέργεια•

    -се затемнение έκλειψη του ήλιου•

    -ые ванны ηλιόλουτρο.

    2. ευήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοστά-λακτος, ηλιοφώτιστός•

    -ая комната ευήλιο δωμάτιο•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα.

    3. μτφ. εύ-χαρος, πρόσχαρος, ευφρόσυνος, άσμενος.
    εκφρ.
    солнечный удар – ηλίαση, ηλιοπληξία, σειρίαση•
    - ые часы – το ηλιακό ωρολόγι•
    - ое сплетение – το ηλιακό πλέγμα•
    - ая погода – καιρός αίθριος, με ηλιοφάνεια.

    Большой русско-греческий словарь > солнечный

  • 16 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 17 штилевой

    επ.
    γαλήνιος, γαληνεμένος, νήνεμος•

    -ая погода αίθριος καιρός.

    εκφρ.
    - ая полоса – νήνεμη έκταση θάλασσας.

    Большой русско-греческий словарь > штилевой

  • 18 яркий

    επ., βρ: ярок, ярка, ярко; ярче, ярчайший.
    1. (για φως) δυνατός, φωτερός, λαμπερός•

    -ая лампа φωτερή λάμπα•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    яркий свет λαμπερό φως•

    яркий снег αστραφτερό χιόνι•

    яркий огонь λαμπερή φωτιά•

    -ая звезда λαμπερό άστρο, φανταχτερός, ζωηρός, έντονος, χτυπητός•

    яркий цвет ζωηρόχρωμα.

    2. αίθριος, λαμπρός•

    яркий день λαμπρή μέρα.

    3. παλ. ευκρινής, ισχυρός, ηχηρός (για ήχο).
    4. μτφ. ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακεκριμένος•

    яркий талант λαμπρό ταλέντο.

    5. χτυπητός,•εντυπωσιακός•

    яркий пример χτυπητό παράδειγμα.

    6. πειστικός•

    -ое доказательство πειστική απόδειξη.

    Большой русско-греческий словарь > яркий

  • 19 Air

    v. trans.
    Dry: P. ἀποξηραίνειν, V. θάλπειν.
    Air ( opinions): P. and V. ποφαίνεσθαι, P. ἀποδείκνυσθαι.
    Show off: Ar. and P. ἐπιδεικνναι or mid. (acc.).
    ——————
    subs.
    P. and V. ήρ, ὁ (Plat.), αἰθήρ, ὁ (Plat.).
    Sky: P. and V. οὐρανός, ὁ.
    Wind: P. and V. νεμος, ὁ, πνεῦμα, τό, Ar. and V. πνοή, ἡ, αὔρα, ἡ (rare P.), V. ἄημα, τό.
    Tune: P. and V. μέλος, τό.
    Appearance: see Appearance.
    High in air: Ar. and P. μετέωρος, Ar. and V. μετάρσιος.
    In the open air: use adj., P. and V. παίθριος, V. αἴθριος (Soph., frag.); also P. ἐν ὑπαίθρῳ.
    Live in the open air: P. θυραυλεῖν, ἐν καθαρῷ οἰκεῖν.
    Take the air, walk: Ar. and P. περιπατεῖν.
    Build castles in the air: P. ὀνειροπολεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Air

  • 20 Open

    adj.
    Sincere, frank: P. and V. ἁπλοῦς, ἐλεύθερος, P. ἐλευθέριος.
    Of things, free, open to all: P. and V. κοινός.
    Open to all-comers: V. πάγξενος (Soph., frag.).
    As opposed to secret: P. and V. ἐμφανής, φανερός. P. προφανής; see Manifest.
    Confessed: P, ὁμολογούμενος.
    Of country, treeless: P. ψιλός.
    Flat: P, ὁμαλός.
    Of a door, gate, etc.: P. and V. νεωγμένος (Eur., Hipp. 56), V. νασπαστός (Soph., Ant. 1186).
    Unlocked: P. and V. ἄκλῃστος.
    Unfenced: P. ἄερκτος (Lys.).
    Of space, as opposed to shut in: P. and V. καθαρός.
    In the open air: use adj., P. and V. παίθριος, V. αἴθριος (Soph., frag.), also P. ἐν ὑπαίθρῳ.
    Live in the open: P. θυραυλεῖν, ἐν καθαρῷ οἰκεῖν.
    Open boat: P. πλοῖον ἀστέγαστον.
    Open order, march in open order: P. ὄρθιοι πορεύεσθαι (Xen.).
    The open sea, subs.: P. and V. πέλαγος, τό.
    In the open sea: use adj., P. and V. πελγιος, P. μετέωρος.
    Keep in the open sea, v.:P. μετεωρίζεσθαι.
    Open space, subs.: P. εὐρυχωρία, ἡ.
    Wishing to attack in the open: P. βουλόμενος ἐν τῇ εὐρυχωρίᾳ ἐπιθέσθαι (Thuc. 2. 83).
    Exposed: P. and V. γυμνός; see Exposed.
    Undecided: P. ἄκριτος.
    It is an open question, v.:P. ἀμφισβητεῖται.
    Open to, liable to: P. ἔνοχος (dat.).
    We say you will lay yourself open to these charges: P. ταύταις φαμέν σε ταῖς αἰτίαις ἐνέξεσθαι (Plat., Crito, 52A).
    Be open to, admit of v.:P. and V. ἔχειν (acc.), P. ἐνδέχεσθαι (acc.).
    Be open to a charge of: P. and V. ὀφλισκνειν (acc.).
    Open to ( conviction): use P. and V. ῥᾴδιος (πείθειν).
    Open to doubt: P. ἀμφισβητήσιμος; see Doubtful.
    It is open to, ( allowable to), v.: P. and V. ἔξεστι (dat.), ἔνεστι (dat.), πρεστι (dat.), πρα (dat.), παρέχει (dat.), Ar. and P. ἐκγίγνεται (dat.), ἐγγίγνεται (dat.), P. ἐγχωρεῖ (dat.).
    Get oneself into trouble with one's eyes open: P. εἰς προὖπτον κακὸν αὑτὸν ἐμβαλεῖν (Dem. 32).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. νοιγνναι, νοίγειν, διοιγνύναι, διοίγειν, V. οἰγνύναι, οἴγειν, ναπτύσσειν.
    Keys opened the gates without mortal hand: V. κλῇδες δʼ ἀνῆκαν θύρετρʼ ἄνευ θνητῆς χερός (Eur., Bacch. 448).
    Open a little way: Ar. and V. παροιγνύναι, παροίγειν.
    Unfasten: P. and V. λειν. Ar. and V. χαλᾶν (rare P.).
    Open ( eyes or mouth): P. and V. λειν, V. οἴγειν, ἐκλειν.
    He said no word in protest nor even opened his lips: P. οὐκ ἀντεῖπεν οὐδὲ διῆρε τὸ στόμα (Dem. 375 and 405).
    Open ( a letter): P. and V. λειν (Thuc. 1, 132).
    Open ( a letter) secretly: P. ὑπανοίγειν.
    Open old sores: P. ἑλκοποιεῖν (absol.).
    Open ( a vein): P. σχάζειν (Xen.).
    Begin, start: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.
    Open a case ( in law): P. and V. εἰσγειν δκην.
    Disclose: P. and V. ποκαλύπτειν, V. διαπτύσσειν (Plat. also but rare P.), ναπτύσσειν, νοίγειν, Ar. and V. ἐκκαλύπτειν; see Disclose.
    If I shall open my heart to my present husband: V. εἰ... πρὸς τὸν παρόντα πόσιν ἀναπτύξω φρένα. (Eur., Tro. 657).
    V. intrans. P. and V. νοίγνυσθαι, νοίγεσθαι, διοίγνυσθαι, διοίγεσθαι.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.
    A room having its entrance opening to the light: P. οἴκησις... ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα (Plat., Rep. 514A).
    Open up ( a country): P. and V. ἡμεροῦν; see Clear.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Open

См. также в других словарях:

  • αἴθριος — clear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος …   Dictionary of Greek

  • αίθριος — α, ο ανέφελος, ξάστερος, καθαρός: Ο ουρανός χθες ήταν αίθριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰθριώτερον — αἴθριος clear masc acc comp sg αἴθριος clear neut nom/voc/acc comp sg αἴθριος clear adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθριώτατον — αἴθριος clear masc acc superl sg αἴθριος clear neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθριώτατοι — αἴθριος clear masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθριώτατος — αἴθριος clear masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίους — αἴθριος clear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθριοι — αἴθριος clear masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …   Dictionary of Greek

  • σερενάτα — (serenata). Σύνθεση για τραγούδι και όργανα με την οποία, από τα τέλη του 17ου αι., τιμούνταν διάφορα πρόσωπα με την ευκαιρία εορταστικών εκδηλώσεων. Με την έννοια αυτή η σ. πήρε πολλές φορές την ευρύτητα του ορατόριου και της καντάτας. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»